Δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνομαι (ή παρακολουθώ ) τη «Μεγάλη Χίμαιρα». Θεωρώ, όμως, πως η παράσταση με την τεράστια απήχηση βρήκε πλέον το καλλιτεχνικό πεπρωμένο της. Προφανώς, έχουν παίξει ρόλο η αλλαγή διανομής, η εκ νέου επεξεργασία κάποιων σκηνών και, πρωτίστως, το ξεκαθάρισμα των προθέσεων. Η «Μεγάλη Χίμαιρα», το περίφημο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση, ανεβαίνει από τον εγγονό του, Δημήτρη Τάρλοου, σαν επικό μελόδραμα ηρωικών διαστάσεων και σαν αστική τραγωδία στα πρότυπα εκείνων του Ευγένιου Ο’ Νιλ.
Οι μύθοι και οι επιστήμες –η ψυχιατρική, η νευρολογία και η κοινωνική ανθρωπολογία– επιστρατεύονται τόσο από τον Καραγάτση όσο και τον Τάρλοου για να διερευνήσουν το κατεξοχήν ερώτημα που ταλανίζει την τέχνη του θεάτρου: «Τι είναι ο άνθρωπος;». Με την παροιμιώδη θυμοσοφία του, ο Καραγάτσης και, ακολουθώντας τα νήματα της παιγνιώδους σκέψης του, ο Τάρλοου, αφού μας επιτρέψουν επί δυόμισι ώρες να αναλογιστούμε διάφορες απαντήσεις, θα καταλήξουν στην εξής αφοριστική: «Τροφή για τα καβούρια».
Άξονας των πάντων είναι μια μορφή υψηλής δραματικής σαγήνης, η Νορμανδή ελληνολάτρις Μαρίνα Μπαρέ, με το τραυματικό παρελθόν και τη νευρωσική συμπεριφορά. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ερμηνεύει τον εξαιρετικά σύνθετο αυτό ρόλο ακροπατώντας στο κρυστάλλινο κέλυφός του, σε ένα ρεσιτάλ αδιαπραγμάτευτης βιρτουοζιτέ. Λόγοι, πόθοι, συμπλέγματα και ψυχισμοί έχουν δουλευτεί σε βάθος και ο θίασος (Μάξιμος Μουμούρης, Δημήτρης Μοθωναίος, Σμαράγδα Σμυρναίου, Ειρήνη Φαναριώτη ) καταθέτει έξοχες ερμηνείες, με την Καίτη Μανωλιδάκη, ως χαροκαμένη μάνα, να κλέβει τις εντυπώσεις.
Η σύνδεση των εξαιρετικά κινηματογραφημένων –διά χειρός Χρήστου Δήμα– μερών με τη θεατρική δράση ίσως άντεχε περισσότερη επεξεργασία, όπως και η διασκευή του Στρατή Πασχάλη ή κάποιες σκηνικές διευθετήσεις, τις οποίες ούτως ή άλλως δεν ευνοεί το τηλεοπτικό ντεκόρ της Ελένης Μανωλοπούλου. Κάθε φορά, πάντως, που η υποκριτική γραμμή του ψυχολογικού ρεαλισμού διαρρηγνύεται, η παράσταση απογειώνεται, όπως στη σκηνή της κλινοπάλης των δύο εραστών με βάση τη ζωώδη χορογραφία της Ζωής Χατζηαντωνίου.
Ο λόγος αστραποβολεί πρωτόγνωρα. Δεν συνηθίζεται δραματικά πρόσωπα να μιλούν έτσι δίχως τα λεγόμενά τους να φαντάζουν εστέτ ή κούφια. Ο λόγος γίνεται εδώ συνώνυμος της δράσης, καθώς αυτή είναι κυρίως εσωτερική παρά εξωτερική. Με αφορμή ένα ερωτικό τρίγωνο, η «Μεγάλη Χίμαιρα» μάς εμπλέκει σε έναν ωκεανό στοχασμών έντεχνα εκλαϊκευμένων: οι ελληνικοί μύθοι, το ιδεώδες της κλασικής αρχαιότητας, η λογική των συμβόλων, η αγωνία της ελληνικότητας, η διαλεκτική Ευρώπης-Ελλάδας. Οι θεματικές αυτές αναπτύσσονται σε ομόκεντρους και αναπόδραστους κύκλους, εγκλωβίζοντας τους ήρωες στην ειμαρμένη των ψευδαισθήσεων –η χίμαιρα του τίτλου– και στη φυλακή της σάρκας.
Παραστάσεις όπως η συγκεκριμένη λειτουργούν παραδειγματικά. Η «Μεγάλη Χίμαιρα» επαναπροσδιορίζει τους όρους του αστικού θεάτρου, προωθώντας το, μάλιστα, από το στίβο του θεάματος σε εκείνον του στοχασμού.
Ιλειάνα Δημάδη -Αθηνόραμα