Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

01 Απριλίου 2019
Φιλοσοφικό brunch - Η Κανονικότητα του Πάθους
article image
ΑΡΘΡΑ

Πάθος και επιθυμία στον Καραγάτση

«Ένα μόνο πράγμα υπάρχει στη ζωή: ο αιώνιος άνθρωπος με τα κυρίαρχα, τ’ ανίατα πάθη του. Ποιο πάθος γιατρεύτηκε ποτέ; Ποιος ανικανοποίητος πόθος δεν απωθήθηκε στα λημέρια του υποσυνείδητου; (…) Βιάστηκε πολύ η ανθρωπότητα να περάσει το σφουγγάρι της λήθης πάνω από τον Ζίγκμουντ Φρόυντ.»

Μ. Καραγάτσης, Τα Στερνά του Γιούγκερμαν, σελ. 499

Στον Γιούγκερμαν ξεδιπλώνεται έκδηλα ο φροϋδισμός του Καραγάτση ο οποίος φαίνεται να εστιάζει μάλλον στην οιδιπόδεια σχέση μητέρας – γιου και λιγότερο σε άλλα ευρήματα της φροϋδικής, ψυχαναλυτικής θεωρίας. Το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος Τα στερνά του Γιούγκερμαν έχει έναν καθαρά ψυχαναλυτικό χαρακτήρα αφού εκεί φαίνεται ότι ο κεντρικός ήρωας αδυνατεί να ξεφύγει από το οικογενειακό πεπρωμένο. Η ασυνείδητη αλήθεια για τον Γιούγκερμαν είναι η οικογενειακή του δραματουργία η οποία θεμελιώνεται στην αρχή της επανάληψης. Ο Βάσια Γιούγκερμαν επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι στο Τάμερφορς στη Φιλανδία για να διανύσει την ίδια διαδρομή προς το θάνατο, την οποία, πριν από αυτόν, ακολούθησαν ο αδερφός του και ο πατέρας του. Η περσόνα του Γιούγκερμαν συγγενεύει, κατά τη γνώμη μου, σε μεγάλο βαθμό με τον Όσβαλντ από τους «Βρυκόλακες» του Ίψεν.  

Η πλειοψηφία των ηρώων του Καραγάτση φαίνεται να  εξουθενώνεται ή να παλινδρομεί στο κυνήγι της ηδονής, που εκκινεί πρωτίστως από τον τόπο της κυρίαρχης, προοιδιπόδειας μητέρας. Στα έργα του γινόμαστε μάρτυρες μιας αγωνιώδους προσπάθειας εκπλήρωσης της ερωτικής ανάγκης και των ανθρώπινων ενορμήσεων ή παθών, αλλά πολύ σπάνια συναντάμε την ικανοποίηση μιας αμιγούς επιθυμίας. Ωστόσο, η ικανοποίηση του σεξουαλικού πάθους, που εφορμάται από το μνημονικό ίχνος της σχέσης με το αρχαϊκό μητρικό σώμα, δεν ικανοποιείται ποτέ ή πληρούται μόνο παροδικά, ακριβώς, γιατί απουσιάζει η ικανοποίηση εκείνης της επιθυμίας που συγκροτείται κατά τη συνάντησή της με το νόμο. Κάτω από κάθε κορεσμένη ανάγκη ή επιθυμία εξακολουθεί να χάσκει το κενό, που άνοιξε η έλλειψη του Είναι (manque à être) και το οποίο προσπαθεί να συγκαλύψει η συνεχής ένταση της επιθυμίας. 

Για τον Γάλλο ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν αμιγής επιθυμία δεν είναι αυτή που εκπορεύεται από την ενόρμηση ή την ανάγκη, αλλά εκείνη η επιθυμία που έχει προηγουμένως διαμεσολαβηθεί από το νόμο ή καλύτερα τον Λόγο, όπως θα έλεγε ο Καντ. Πρόκειται για εκείνη την επιθυμία όπου ο Άλλος δεν είναι αποκλειστικά ένα μερικό αντικείμενο ή εξάρτημα απαραίτητο για την απόλαυση του υποκειμένου. Αυτή η επιθυμία δεν είναι άλλη από την επιθυμία του ασυνείδητου που συνήθως οδηγεί σε μια διαρκώς άπιαστη, ανικανοποίητη, σεξουαλική απόλαυση. Για την ανθρώπινη ζωή παίζει καθοριστικό ρόλο η παρουσία της επιθυμίας του Άλλου. Μόνο όταν ο Άλλος είναι παρούσα παρουσία, καθίσταται δυνατή η μετάδοση της ίδιας της αίσθησης της ζωής.    

Η σχέση του Γιούγκερμαν με τη Βούλα συνιστά ένα ερωτικό πάθος που εκκινεί από μια τέτοια αμοιβαία επιθυμία αναγνώρισης του ενός από τον άλλον. Στα λόγια και στα βλέμματα των δυο ηρώων διακινείται συνεχώς ένα αίτημα τρυφερότητας, δηλαδή μια πράξη συμβολικής αναγνώρισης. Η συμβολική διάσταση της αναγνώρισης υποδηλώνει ότι η επιθυμία είναι επιθυμία της Άλλης επιθυμίας, επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου. Ο Γιούγκερμαν μας δηλώνει πως συνευρέθηκε με πολλές γυναίκες, αλλά τη γυναίκα που επιθύμησε πραγματικά, δεν την χάρηκε παρά μόνο μια φορά.

Ο Λιάπκιν, η Μαρίνα και ο Γιούγκερμαν ζουν τον απόηχο του νιτσεϊκού θανάτου του θεού, αιχμάλωτοι του ενστίκτου και της σάρκας καθώς επιζητούν συνεχώς τον έρωτα, την απόλαυση, την κατάκτηση, τη δύναμη. Ο Καραγάτσης, επηρεασμένος από τη γοητεία της φροϋδικής σκέψης, ανάγει βασικά στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς  στη libido, γεγονός που προκαλεί την αποτυχία εγκλιματισμού των παραπάνω ηρώων κάτω από τον Φοίβο, υποδηλώνοντας έτσι μια αίσθηση αμαρτίας για τις επιλογές τους. Ο συγγραφέας επιλέγει από τη φροϋδική σκέψη την κυριαρχία του βιολογικού λόγου ως κινητήριου μοχλού της ιστορίας απαρνούμενος πεισματικά οποιαδήποτε σχέση των ηρώων του με το συμβολικό ευνουχισμό τον οποίο ο Φρόυντ έκρινε ως απαραίτητο για τον εκκοινωνισμό της επιθυμίας.

Η γραφή του Καραγάτση έχει μια απαράμιλλη, ενορμητική διαύγεια και εκφραστική τόλμη καθώς ξεδιπλώνει τον τραγικό βιταλισμό των ηρώων του οι οποίοι διακινούνται μέσα από συνεχή, φαλλικά υποκατάστατα κατά την αγωνιώδη προσπάθειά τους να ανακτήσουν τη χαμένη πληρότητα που γνώρισαν κάποτε στο φαντασιακό. Ο Καραγάτσης είναι μιας πρώτης τάξεως ανατόμος των ανθρώπινων παθών, δείχνοντάς μας ότι μια αέναη παραγωγή παθών φαίνεται να διαφεντεύει την ανθρώπινη καρδιά. Όταν το ένα έχει εντελώς παρακμάσει, σχεδόν πάντα ένα νέο αναδύεται μέχρι εκείνη την ημέρα που ερχόμαστε αντιμέτωποι με το θάνατο.
“Η μοίρα των ανθρώπων είναι ο θάνατος” δηλώνει απερίφραστα ο Καράμανος στον Γιούγκερμαν. Δεδομένου του καθολικού χαρακτήρα του θανάτου, μήπως τελικά τα ανθρώπινα πάθη στοχεύουν αγωνιωδώς και ματαίως να άρουν το αναπόδραστο του θανάτου προσδοκώντας το άπειρο; Ή μήπως το πάθος είναι το καθαυτό δαιμονικό στοιχείο στον άνθρωπο που αναμετριέται συνεχώς με το θάνατο;

 

H κανονικότητα του πάθους


Tα πάθη…μόνον αυτά δίνουν τη νοημοσύνη στον άνθρωπο, τον ανθρωπάκο, τον αμαρτωλό.” M. Καραγάτσης, Τα Στερνά του Γιούγκερμαν, σελ. 535

Τα πάθη δεν έχουν να κάνουν με το περί δικαίου αίσθημα, αλλά εργάζονται σταθερά και ακατάπαυστα για το ιδιωτικό συμφέρον του καθενός μας. Είναι παράτολμο να τα ακολουθούμε σε όλες τις εκφάνσεις τους και χρειάζεται ενίοτε να είμαστε δύσπιστοι απέναντί τους ακόμα και όταν αυτά μας φαίνονται απολύτως λογικά. Η ίδια ανορθολογικότητα του πάθους δεν αποτελεί επιχείρημα κατά της ύπαρξής του, αλλά μάλλον εγγενής όρος του.

Τα πάθη έχουν την εκφραστική δεινότητα του ρήτορα, για αυτό πείθουν τις περισσότερες φορές. Ακόμα και ο πιο απλοϊκός άνθρωπος πείθει πιο αποτελεσματικά, αν διακατέχεται από το πάθος, σε σύγκριση με εκείνον που έχει ευφράδεια λόγου, που όμως είναι απογυμνωμένη από το πάθος.

Η δύναμη του πάθους μετατρέπει τον φρόνιμο σε άφρονα (ερωτικό πάθος), ενώ χαρίζει σοφία ακόμα και στον πιο ανόητο (πάθος δημιουργίας). Οποιαδήποτε προσπάθεια και αν κάνουμε να συγκαλύψουμε τα πάθη μας με τη μάσκα της ευσέβειας και της τιμής, εκείνα πάντα βρίσκουν τρόπο για να γίνουν ορατά. Πάθη που δεν βιώνονται ή δεν αρθρώνονται μέσω της γλώσσας βρίσκουν διέξοδο στο σώμα. Τα ανεκπλήρωτα ή ανομολόγητα πάθη μπορούν κάλλιστα να γίνουν αιτία για κάποιες σωματικές ασθένειες, φανερώνοντας, έτσι, την πάσχουσα ψυχή.

Τα πάθη γεννούν συχνά τα αντίθετά τους. Η φιλαργυρία γεννάει μερικές φορές τη σπατάλη, όπως η δειλία εναλλάσσεται με την τόλμη. Οι μεγάλες και ένδοξες πράξεις, που πολλές φορές εξυμνούνται και γίνονται αντικείμενο θαυμασμού και παρουσιάζονται συνήθως από τους πολιτικούς ως αποτελέσματα των μεγαλόπνοων σχεδίων τους, είναι συνήθως προϊόντα της προσωπικής τους ιδιοσυγκρασίας, των παρορμήσεων και παθών τους. Η απάθεια, που οι ίδιοι οι φιλόσοφοι πολλές φορές μας πρότειναν ως στάση ζωής, δεν είναι παρά ζήτημα αισθητικής, η οποία πιθανώς εκκινεί από τη φιλαυτία τους.

Τα πάθη εξατμίζονται όπως ο αιθέρας. Αν μερικές φορές καταφέρνουμε και αντιστεκόμαστε στα πάθη μας συμβαίνει επειδή αυτά καταλαγιάζουν ή παύουν να είναι τόσο δυνατά και όχι επειδή εμείς είμαστε πιο δυνατοί. Μια ευτυχισμένη ζωή προϋποθέτει μια νεότητα η οποία καταφάσκει στα πάθη. Στο υπόλοιπο της ζωής επιλέγει κανείς αν θέλει να τα μετουσιώσει ή να στοχάζεται πάνω σε αυτά.

Τα πάθη θεραπεύονται; Πολλοί από εμάς πιστεύουμε ότι μπορούμε να θεραπεύσουμε τα πάθη μας. Πολλές φορές αυτό που αποκαλούμε «θεραπεία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ανάπαυλα των παθών ή μια εναλλαγή των παθών. Ακόμα και οι ίδιες οι αρετές, όπως η σωφροσύνη, η συμπάθεια, η γενναιοδωρία, η ανιδιοτέλεια, η εγκράτεια δεν είναι τίποτε άλλο από έλλογα, ήρεμα πάθη.

Υπάρχει πάντα ένα είδος αλλόκοτης ηδονής στο μαστίγωμα που βιώσαμε από το πάθος και ακριβώς αυτό το στοιχείο γεννά τη νοσταλγία του. Όταν το πάθος έχει συνήθως καταλαγιάσει, αφήνει πίσω του μια σκοτεινή λαχτάρα για τον εαυτό του καθώς ξεμακραίνει και χάνεται. Αντιθέτως, τα πιο μετρημένα συναισθήματα φαντάζουν συνήθως σε εμάς ανούσια και σπάνια ενδίδουμε σε αυτά. Ενδεχομένως, προτιμάμε το βίωμα της απουσίας ηδονής από μια μετριοπαθή ηδονή.

Αληθινός κύριος είναι αυτός που ομολογεί τα πάθη του. Το γνώθι σαυτόν είναι η σταθερή προσπάθεια κάθε ανθρώπου να πορευθεί στη ζωή συνδιαλεγόμενος με πάθη του. Οποιαδήποτε κυριότητα, που εκκινεί από τη μη παραδοχή και συστηματική απόκρυψη των παθών απέναντι στους άλλους και στον εαυτό μας, είναι ψευδής. Πολιτική δε είναι η ικανότητα να κυριαρχεί κανείς πάνω στα πάθη των άλλων.

Οι καλλιτέχνες είναι αυτοί που μέσω της τέχνης καλλιεργούν σταθερά την εκτίμησή μας για τα πάθη. Είτε τα αναπαριστούν, είτε μιλούν για τις ολέθριες συνέπειές τους και τις επανορθώσεις που αυτά απαιτούν, αναζωογονούν την περιέργειά μας για τα πάθη ψιθυρίζοντάς μας σιγανά πως «χωρίς πάθη δεν έχει ζήσει κανείς τίποτα».  Η υπερβολή στην οποία καταφεύγει αυτός που βιώνει το πάθος είναι ενίοτε αφετηρία της καλλιτεχνικής πράξης.

Η αγάπη είναι η ύστατη μορφή πάθους προκειμένου να προσεγγίσουμε κάτι καινούριο από έναν άνθρωπο μέχρι ένα γεγονός, ένα έργο τέχνης ή βιβλίο. Αν το δεχτούμε με όλη τη δυνατή αγάπη, πιθανότατα θα παραβλέψουμε σε αυτό οτιδήποτε εχθρικό, προσποιητό ή μάταιο.

 

Γεώργιος Μπανιώκος

Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας, Αναλυτής, Θεατρολόγος, ΜΑ Φιλοσοφίας

www.merimnaeaftou.blogspot.gr (ΜΕΡΙΜΝΑ ΕΑΥΤΟΥ)

Φιλοσοφικό brunch - Η Κανονικότητα του Πάθους

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ