Κυρίες και κύριοι θα ήθελα, πρώτα απ' όλα, να εκφράσω τη χαρά μου που σε λίγες μέρες [1-2 Απριλίου 2019] θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε στη Θεσσαλονίκη τη θεατρική παράσταση Το Ευχαριστημένο, βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο της Μαρίνας Καραγάτση. Την παράσταση έχει σκηνοθετήσει ο διευθυντής του ιστορικού θεάτρου Πορεία Δημήτρης Τάρλοου. Με το έργο του εδώ και χρόνια στο τιμόνι της «Πορείας», ο Δημήτρης Τάρλοου έχει καταξιωθεί στο κοινό και στην κριτική, ως εξέχων θεατρικός δημιουργός της νεότερης γενιάς στον τόπο μας, κάτι που, φυσικά, ανεβάζει το ενδιαφέρον για την παράσταση. Θα μιλήσω για το βιβλίο.
Μιλώντας για το οποίο, θα μου επιτρέψει η Μαρίνα, με όλο το θάρρος, να την μιμηθώ στην αρχή της παρέμβασής μου με μιαν αυτοβιογραφική αφετηρία.
To βρήκα, φρέσκο από το τυπογραφείο, όταν πρωτοκυκλοφόρησε, στον πάγκο ενός βιβλιοπωλείου, πιθανώς και αυτού που βρισκόμαστε σήμερα, πήγα σπίτι, ήταν βραδάκι, και βυθίστηκα σε μια βουλιμική ανάγνωση, θα έλεγα, εφηβικής ανυπομονησίας και λαχτάρας. Διακόσιες είκοσι πέντε σελίδες μετά, αυτή είναι η έκτασή του, την επομένη τα χαράματα, έκλεισα το βιβλίο, πλημμυρισμένος από αισθήματα ειλικρινούς αγανάκτησης και θυμού που φούσκωναν και ξεχείλιζαν ασυγκράτητα σαν γάλα που χύνεται
Αγανάκτηση; Θυμός; Από πού κι ως πού;
Να σας πω από πού κι ως πού : δύο από τους βασικούς ήρωες του βιβλίου, ο συγγραφέας Μ. Καραγάτσης και η ζωγράφος Νίκη Καραγάτση, ανέκαθεν πασίγνωστοι και καθιερωμένοι στην τέχνη του λόγου και της εικόνας, είχαν διατελέσει ήρωες των εφηβικών μου χρόνων, των πρώτων ο συγγραφέας και των τελευταίων η ζωγράφος. Μέχρι τα 15 μου είχα διαβάσει ξανά και ξανά όλα τα βιβλία του Καραγάτση, συμπεριλαμβανομένης της Ιστορίας των Ελλήνων, ενώ το έργο της Νίκης Καραγάτση, εξέχουσας ζωγράφου της λεγόμενης Γενιάς του Τριάντα, ήταν από τα πρώτα που με απασχόλησαν ως επίδοξο (17χρονο τότε) μελετητή της τέχνης.
Έχω, λοιπόν, περάσει ολόκληρη νύχτα διαβάζοντας για τον πρώτο μου αναγνωστικό έρωτα, τι; Πώς ταλαιπωρεί διαρκώς με τις παραξενιές, τις ιδιορρυθμίες, την αυταρχική ματσό αντροσύνη του, τόσο την αγαπημένη μου ζωγράφο όσο και την κόρη τους και, μετά, για τις ακατάλληλες δι’ ανηλίκους γυναικοκατακτητικές συμπεριφορές του, πίσω από την πλάτη τους αλλά και κάτω από τη μύτη τους. Ακολουθούν ένα πλήθος από συγκαταβατικά έως περιφρονητικά, έως δηλητηριώδη σχόλια από το στόμα της πεθεράς του και όλα αυτά γραμμένα από ποιόν; Από το ίδιο του το παιδί! Συμπέρασμα –απολύτως αθώος ο συγγραφέας, αυστηρώς καταδικαστέα η θυγατέρα του που μου προκάλεσε όλη αυτή την αναταραχή. Ένοχος, άνευ ελαφρυντικών. Το Ευχαριστημένο της καταχωνιάστηκε σε ψηλό και δυσπρόσιτο ράφι της βιβλιοθήκης προκειμένου να ξεχαστεί όπως του άξιζε.
Δυο μέρες μετά το είδα στα χέρια της γυναίκας μου η οποία έκανε το σχόλιο «πολύ αξιόλογο βιβλίο» και με επέπληξε που το μάζεψα, αντί να της το προτείνω. Λίγους μήνες μετά, με τους εφηβικούς συναισθηματισμούς καταλαγιασμένους , πήρα ξανά το βιβλίο στα χέρια μου, για να αντιληφθώ ότι από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα το είχα αδικήσει. Εδώ τελειώνει το δικό μου αυτοβιογραφικό μέρος.
Το Ευχαριστημένο της Μαρίνας Καραγάτση είναι ένα πολυπρισματικό αλλά και ταυτόχρονα συμπαγώς συγκροτημένο βιβλίο, με μια λέξη πολυσύνθετο. Σε τί συνίσταται αυτή η δυσεύρετη στη λογοτεχνία ιδιότητα; Θα ξεχωρίσω ορισμένα, μόνον, βασικά του γνωρίσματα, στη δομή και στο εκφραστικό του περιεχόμενο, που πιστεύω ότι τεκμηριώνουν την άποψή μου. Τα ξεχωρίζω με κοινό κριτήριο την ασυνήθιστη τόλμη τους, δομική και εκφραστική. Αλλά πρώτα, ας δούμε το βιβλίο ειδολογικά.
Το είδος
Όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη για το είδος του βιβλίου της, η Μαρίνα Καραγάτση το αποκάλεσε docufiction. Το μονόλεξο, ανύπαρκτο στα λεξικά αλλά πολύ πρακτικό για τη συνεννόηση, σημαίνει: ντοκουμενταρισμένη μυθοπλασία. Επομένως το ντοκουφίξον είναι έντιμη προειδοποίηση στον αναγνώστη ότι αυτό που θα διαβάσει είναι αφήγηση γεγονότων και περιστατικών όπως η ίδια τα προσέλαβε και τα ερμήνευσε και όχι τα γεγονότα και τα περιστατικά καθαυτά. Χρονικό μυθοπλασίας Το Ευχαριστημένο, είναι, λοιπόν, μυθιστόρημα, έστω και αν οι ήρωές του είναι πρόσωπα από την πραγματικότητα.
Η δομή
Είναι ασυνήθιστη: τετραμερής σύνθεση που αποτελείται από τρεις μονολόγους και ένα θεατρικό μέρος, το οποίο ολοκληρώνει την αφήγηση.
Στη δομή λοιπόν η Μαρίνα Καραγάτση κάνει μια επιλογή υψηλού ρίσκου. Είναι πολλά τα εμπόδια μιας αφήγησης κερματισμένης σε διαφορετικούς αφηγητές. Το κυριότερο είναι ότι αυτό καταργεί τον παντογνώστη αφηγητή της τριτοπρόσωπης αφήγησης και στη θέση του βάζει κάθε φορά ένα πρόσωπο με το δικό του νοητικό υπόβαθρο, το δικό του συναισθηματικό έδαφος, τη δική του γλωσσική σκευή και κοινωνική συνείδηση, μα πάνω απ’ όλα το δικό του σημείο όρασης. Έτσι η Καραγάτση παίρνει το ρίσκο να αποστερήσει την αφήγηση από τον ενοποιητικό ιστό που, σαν κουκούλι, την περιβάλλει και καλλιεργεί την οικείωση του αναγνώστη αποκλειστικά με ό,τι περιέχει το κουκούλι. Δεν τυλίγει τον αναγνώστη στα μαγνάδια του τριτοπρόσωπου παραμυθιάσματος. Δεν επιτρέπει στις έτοιμες φόρμες της ψευδαίσθησης να αστυνομεύσουν τον αντιληπτικό μηχανισμό του αναγνώστη και να τον κατευθύνουν συναισθηματικά εκεί που ο συγγραφέας αυτού του μοντέλου αφήγησης επιδιώκει.
To συνδετικό υλικό, που ονομάζω ενοποιητικό ιστό, πετυχαίνεται και στην κερματισμένη δομή- απλώς δεν ετοιμάζεται «πριν από μας για μας» από τη Μαρίνα Καραγάτση, η οποία μεταθέτει την πραγμάτωσή του, στην αναγνωστική συνείδηση αυτού που διαβάζει. Πού το πάω; Ότι μια τέτοια, ανοιχτή δομή, έχει χρεία του αναγνώστη για να πραγματώσει τη συνοχή της. Επειδή στο μονόλογο αυτός που μιλάει έχει μια απευθείας και αδιαμεσολάβητη σύνδεση με τον αναγνώστη. Στο Ευχαριστημένο ο αναγνώστης πρέπει να κερδηθεί εξαρχής τρεις φορές.
Το τέταρτο μέρος του βιβλίου, που είναι σε θεατρική μορφή, έχει στενή οργανική σχέση με το περιεχόμενο των τριών μονολόγων και είναι άλλο ένα τόλμημα. Μη φανταστείτε ότι εδώ υπάρχει κάποια επιρροή από το έργο του Μ. Καραγάτση, επειδή συχνά, εκείνος παρεμβάλλει διαλογικά μέρη στα μυθιστορήματά του. Εκείνα δεν έχουν σχέση με την πλοκή. Ενώ, το θεατρικό, τελευταίο μέρος του Ευχαριστημένου πάει πολύ μακρύτερα την πλοκή με τις συμβολικές συνδηλώσεις του.
Εκφραστικό περιεχόμενο
Αν και η Μαρίνα Καραγάτση με την επιστημονική της ιδιότητα, ήταν ήδη συγγραφέας τριών βιβλίων για τη λιθογλυπτική της Άνδρου, το Ευχαριστημένο είναι το πρώτο δημοσιευμένο λογοτεχνικό της έργο. Ως μυθιστόρημα διαθέτει τα γνωρίσματα ώριμης και καλοσυγκερασμένης γραφής από πεπειραμένο συγγραφέα. Άμεση συνέπεια είναι ότι δεν υπάρχουν επιρροές ούτε γενικά από άλλους, ούτε ειδικά από το ύφος του Καραγάτση παρόλο που γνωρίζει σε βάθος όλο το συγγραφικό έργο του πατέρα της, τη λογοτεχνική αξιοσύνη του οποίου, άλλωστε, ποτέ δεν αμφισβήτησε.
Αυτή η παρατήρηση για το ύφος διόλου δεν αναιρείται από την επόμενη: ότι ο πρώτος μονόλογος στο Ευχαριστημένο, αυτός του Καραγάτση, δηλαδή, εκφέρεται σπαρταριστά καραγατσικός στην αμεσότητά του και αμίμητος στην αυθεντικότητά του. Η ίδια έχει πει σε συνέντευξη, ότι συνάρμοσε το μονόλογο χρησιμοποιώντας αυτούσια κομμάτια από το πεζογραφικό του έργο. Υποθέτω ότι δεν κυριολεκτεί αλλά ότι εννοεί μονάχα λέξεις και εκφράσεις. Ασφαλώς για να φτάσει σε τέτοιο βαθμό αυθεντικότητας έχει χρησιμοποιήσει λέξεις και εκφράσεις εμβληματικές της καραγατσικής πρόζας. Σταχυολόγησα μερικές από το μονόλογο για να πάρετε μια ιδέα όσοι δεν έχετε διαβάσει ακόμα το βιβλίο , όπως [«αυτοχασισώνεται σα δερβίσης», «σκατά κι απόσκατα», «μέσα στην κτηνωδία της υγείας σου», «να εξαποστείλω το ζήτημα ad calendas graecas», «κοιμάται το νήδυμο», «περιδρομιάσατε όλο το μεσημεριανό φαγητό, όλα τα φαρμακώσατε», «σαν ερωτευμένη δεντρογαλιά»]. Τέτοια ερανίσματα δίνουν τον απαραίτητο καραγατσικό τόνο αφού μιλάει ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους έλληνες συγγραφείς αλλά ο εκλεκτισμός της είναι τόσο καλοζυγισμένος ώστε, μακράν του να είναι copy-paste, δείχνει, από την πρώτη κιόλας στιγμή, ότι η Μαρίνα Καραγάτση αξιώνει την προσοχή μας πρωτίστως ως συγγραφέας.
Ο δεύτερος μονόλογος με τίτλο «Η Μαρίνα και η Λασκαρώ» ενισχύει αυτόν τον ισχυρισμό. Εδώ επιχειρεί μια συγχώνευση του γλωσσικού αλλά και του κοινωνικού ιδιόλεκτου της Λασκαρώς, υπηρέτριας της οικογένειας, με το Ευχαριστημένο, την περσόνα, δηλαδή, της Μαρίνας Καραγάτση στην αφήγηση. Αυτή η συγχώνευση λειτουργεί ωσμωτικά για τις δύο αφηγήτριες, Λασκαρώ και Μαρίνα, στις οποίες η ντοπιολαλιά της λαϊκής Ανδριώτισσας απορροφάται από την κοινή της Αθηναίας κόρης γλωσσικά και κοινωνικά- με αποτέλεσμα να διαβάζεται σαν να μιλάει το ίδιο πρόσωπο, τόσο ως θύμα ενός πρότερου βίου που πέρασε διά πυρός και σιδήρου [στην περίπτωσης της Λασκαρώς], όσο και ως ακροατής με υψηλό βαθμό ενσυναίσθησης [στην περίπτωση της Μαρίνας].
Τρίτος μονόλογος και, για μένα, το λογοτεχνικό highlight του βιβλίου είναι της γιαγιάς Μίνας, μητέρας της ζωγράφου και πεθεράς του συγγραφέα. Αντίθετα με το αναγνωρίσιμο καταγωγικό νήμα του πρώτου μονολόγου στο ύφος του Καραγάτση, στο μονόλογο της Μίνας δεν μπόρεσα να εντοπίσω ένα πρότυπο. Και εδώ, όμως, υπάρχει απάντηση που έδωσε η Μαρίνα σε συνέντευξή της που βρήκα στο διαδίκτυο: η υφολογική καταγωγή της αφηγηματικής κορύφωσης βρίσκεται σε επιστολές της γιαγιάς Μίνας προς την κόρη και τον γαμπρό της. Αυτό είναι άλλη μια επιβεβαίωση ότι η φυσιογνωμία του πρώτου μονολόγου με το αδρό, μπρούτο ύφος και το ιδιότυπο χιούμορ του Καραγάτση, οφείλεται στη συνθετική της δεινότητα και μόνον. Αλλά και κάτι παραπάνω: εδώ το επίτευγμα είναι πιο αξιοπρόσεχτο αφού το κείμενο έχει μια ιδιομορφία άλλης τάξεως. Ο μονόλογος της γιαγιάς καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου, περίπου το μισό, και, μέσα από κάτι που μοιάζει με γεροντικό μουρμουρητό, σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, φιλοτεχνεί ένα μωσαϊκό πολλών προσώπων και περιστατικών, που λειτουργεί ως η μεγάλη εικόνα. Είναι η μακροϊστορική, τρόπον τινά, αφήγηση της προγονικής οικογενειακής αλυσίδας, σε Ανδριώτικη ντοπιολαλιά ανάμεικτη με λόγιες λέξεις και τύπους της καθαρεύουσας, συναρπαστική στο μπόλιασμά της με τις αστικές ποιότητες μιας νησιωτικής ευμάρειας. Η αφήγηση της Μίνας μεταστοιχειώνεται σε πειστική απεικόνιση της κοσμοαντίληψης ενός τμήματος του περιφερειακού αστικού κοινωνικού χώρου στην Ελλάδα.
Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου πραγματοποιείται μια θεατρική, όπως του αρχαίου δράματος, έξοδος, που δείχνει, με ιδιοφυή τρόπο, την κάθαρση των οικείων κακών: στο αυλιδάκι της ανδριώτικης κατοικίας της οικογένειας, βλέπουμε τα βασικά πρόσωπα των τριών μονολόγων σε μετά θάνατον νεκρικό διάλογο μεταξύ τους. Όλες οι εντάσεις των επίγειων σχέσεων έχουν εξαφανιστεί και στη θέση τους παρακολουθούμε μια ευφρόσυνη, γαλήνια και αγαπησιάρικη διάθεση από όλους προς όλους. Η καθαρτήρια αυτή τελετουργία έρχεται ως πρόσφορο της Μαρίνας Καραγάτση προς ζώντες και νεκρούς: προς τους δικούς της ανθρώπους αλλά, θα έλεγα, κυρίως, και προς το κοριτσάκι τους Μανιώ, την ίδια, που όπως κάθε παιδί, και τότε και τώρα και πάντα, «δεν μπορεί να αντέξει υπερβολικά πολλή πραγματικότητα», την καθημερινότητα των οικογενειακών εντάσεων, ιδίως ανάμεσα στους γονείς, που διογκώνεται παραμορφωτικά και βασανίζει την παιδική συνείδηση. Στην ευτοπία του τέταρτου μέρους η ίδια είναι αθέατη, αφού είναι η μόνη εν ζωή. Μόνο η φωνή της ακούγεται να απαντάει στο κάλεσμα της Λασκαρώς ότι τέλειωσε το γράψιμο, πλένει τα χέρια της, συμβολική υπόμνηση καθαρμού, και έρχεται, να την περιμένουν. Το Ευχαριστημένο έχει πλέον αυτονομηθεί από τα φαντάσματά του, και έχει πλέον επιτελέσει, με την αφήγησή του, «την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Αντώνης Κωτίδης
Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
[Θεσσαλονίκη 19 Μαρτίου 2019]