Η παράσταση του Άρη Μπινιάρη είναι εθνικό απόκτημα, καθώς δεν νιώθουμε μόνο περηφάνια αλλά μας αγγίζει το «δέος». Στη φθαρτή άγρια πραγματικότητα του πολέμου έχει χωθεί η ποίηση που μεταστοιχειώνεται σε μουσική, κίνηση και λόγο, για να αγγίξει όχι τη μεγάλη, αλλά τη μυστική στιγμή του έθνους μας.
Μετά από έναν κύκλο παραστάσεων που θα χαρακτήριζα «δημόσιες», σε μεγάλα σχήματα και πολυπληθείς θιάσους, ο Άρης Μπινιάρης επιστρέφει στον μέσα κύκλο της δημιουργίας του, στον ρυθμό και στο ύφος ενός σύγχρονου διθυράμβου που τον καθιέρωσε στη συνείδηση των θεατρόφιλων τα τελευταία χρόνια.
Όμως εδώ η λέξη «επιστροφή» κινδυνεύει να παρεξηγηθεί. Εξωτερικά πιθανόν να μοιάζει με εμμονή, με το κράτημα σε ένα κατακτημένο σκηνικό ύφος που κι αν επαληθεύει τον καλλιτέχνη απέναντι στον θεατή του, κρατά και τους δύο σταθμευμένους στα ίδια σχήματα. Ο κίνδυνος ονομάζεται «μανιέρα» και βρίσκεται γονιδιακά κρυμμένος πάντα στο σώμα κάθε πλατιάς επιτυχίας.
Μα, είπαμε, αυτό ισχύει για όσους είδαν το «Ύψωμα 731» εξωτερικά. Γιατί η δεύτερη, βαθύτερη ματιά στην τελευταία δημιουργία του Μπινιάρη αποκαλύπτει πως ό,τι συμβαίνει δεν είναι ακριβώς μια «επιστροφή», αλλά μια μετάβαση στην τροχιά ενός κύκλου με το ίδιο κέντρο αλλά μεγαλύτερη ακτίνα από την αμέσως προηγούμενη ομόκεντρη δημιουργία του. Ο Μπινιάρης επιστρέφει, με άλλα λόγια, στον ίδιο χώρο για να τον εμπλουτίσει με τη μέχρι σήμερα διαδρομή του. Τον ανοίγει ώστε να συμπεριλάβει σε αυτόν κάτι ευρύτερο. Τοποθετεί δίπλα του έναν δεύτερο αφηγητή (τον Κωνσταντίνο Σεβδαλή) και με την μπάντα του (Βίκτωρας Κουλουμπής στο μπάσο, Πάνος Σαρδέλης στα τύμπανα, Χρήστος Γεωργόπουλος στην κιθάρα) διευρύνει το θέμα του, ακουμπώντας το στον συλλογικό μύθο του '40.
Αν το εξετάσει κανείς αυτό που κατά βάθος κάνει ο Μπινιάρης μετά τις «Βάκχες» στη Στέγη και τους «Πέρσες» του ΘΟΚ είναι να αναδημιουργεί στη σκηνή τις συνθήκες γένεσης της τραγωδίας, ακολουθώντας την οργανική εξέλιξή της, τη σκηνική ανάγκη και τον σταδιακό εμπλουτισμό του αρχικού διθυράμβου με το υλικό και τη διάνοια του Μύθου. Πρόκειται -έτσι τουλάχιστον φαντάζομαι- για διαδικασία που γίνεται μάλλον ασυνείδητα. Συμπυκνώνει όμως μια εξαιρετικά κρίσιμη για το σύγχρονο θέατρο κοινή πρόθεση, η οποία αναζητάει τις πρώτες ρίζες του θεατρικού φαινομένου και την ανανέωσή του εκεί, βαθιά, στα μύχια της λειτουργίας του.
Αυτό επομένως που βλέπουμε στο «Πορεία» είναι η δημιουργία ενός αυθεντικού καλλιτεχνικού πρότζεκτ με τόση συνοχή και βηματική ανέλιξη, ώστε κάποιο ανάλογό του, θα μου επιτραπεί να πω, εντοπίζω προσωπικά μόνο στην περίπτωση του Θόδωρου Τερζόπουλου. Κι αν μοιάζουν τα καλλιτεχνικά σύμπαντα των δύο καλλιτεχνών ακόμη ασύνδετα, είναι δυνατόν κάποτε να μας οδηγήσουν στην ουσία του ενός θεάτρου που λιώνει το παροδικό στη χοάνη του μαγικού πάντοτε.
Το «Ύψωμα 731» αφορά το κρίσιμο σημείο της εαρινής επίθεσης του ιταλικού στρατού τον Μάρτιο του '41 και τη λυσσαλέα αντίσταση που συνάντησε από τους Έλληνες στρατιώτες. Ας μην πούμε κάτι άλλο, τα γεγονότα είναι γνωστά… ή μάλλον είναι φθαρμένα από την κακή χρήση τους στα προγράμματα εθνικής διαμόρφωσης και αναμόρφωσης, από τα εργαλεία εθνικής αλαζονείας και αυτοεπιβεβαίωσης. Μα μήπως το ίδιο γνωστή και κουρασμένη δεν είναι και η έξωθεν κριτική τους; Για να είμαστε ειλικρινείς, το ίδιο μπαϊλντισμένοι είμαστε πια κι από την εκμετάλλευση της εθνικής εποποιίας, κι από την υστερινή αποδόμησή της...
Κι έρχεται τώρα ο Μπινιάρης στο «Πορεία» να αφηγηθεί την ίδια παλιά ιστορία, τοποθετώντας την πάνω σε ένα ερώτημα παλιό, παλιό όσο κι ο Αισχύλος. Γιατί τι άλλο παρά ένα ερώτημα κουδουνίζει στο βάθος εκείνων των «Περσών», αγωνιώδες για την πρωτοφανέρωτη δημοκρατία: «Πώς είναι δυνατόν να κερδίσαμε κάποιους τόσο φανερά περισσότερους, τόσο καλύτερους, τόσο ισχυρότερους από εμάς;» Από το ίδιο ερώτημα ξεκινά και ο Μπινιάρης και πλησιάζει το «Ύψωμα 731». Δεν πρόκειται για ιστορία, ούτε βέβαια για εθνικό αφήγημα. Κάτι βαθύτερο διαφαίνεται εδώ, μια πτυχή του ανθρώπου του ενός και των πολλών, άγρια, βάναυση και όμως θριαμβευτική σε θάμβος και δύναμη. Αληθινή και εθνική μαζί, σύμφωνα με την ταυτολογία του Σολωμού.
Ρακένδυτοι στρατιώτες, χωμένοι μέσα σε αλεπότρυπες για να αποφύγουν έναν βομβαρδισμό από το ιταλικό πυροβολικό, τόσο ανηλεή ώστε να κατεβάσει το μέγεθος του υψώματος κατά 5 μέτρα! Άνθρωποι τόσο φοβισμένοι ώστε να μην έχουν τίποτα να χάσουν, αφού έφτασαν στο βάθος της κόλασης και της ψυχής τους. Αυτοί είναι που επιστρέφουν απρόσμενα πίσω στην επιφάνεια της γης, σαν δύναμη θανάτου, άγγελοι του σκότους που λογχίζουν ό,τι βρουν απέναντί τους. Κάθε ανθρώπινη ματαιοδοξία, κάθε αλαζονεία, την έπαρση και μαζί την κάθε ανθρώπινη ζωή.
Ποιος μπορεί να μιλήσει για το τι συνέβη εκεί κάτω; Ασφαλώς όχι η Ιστορία. Υπάρχει ευτυχώς η ποίηση, κι όταν αυτή εκφωνείται και η λέξη της μοιράζεται δημόσια, υπάρχει το θέατρο. Μετά το «Πλατύ ποτάμι» του Μπεράτη και το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο» του Ελύτη, ο Άρης Μπινιάρης αγγίζει κι αυτός όχι τη μεγάλη, αλλά τη μυστική στιγμή του έθνους. Σύμμαχό του έχει κι εδώ τον ρυθμό και τον τρόπο με τον οποίο σε αυτές τις περιπτώσεις ο κοινός λόγος ανεβαίνει από τον βυθό στην επιφάνεια και εκτινάσσεται, όπως το χελιδονόψαρο: Μαρτυρίες από το μέτωπο, καταγραφές οπλισμού και αριθμοί πεσόντων, λαϊκές φράσεις στρατιωτών και στρατιωτικά διαγγέλματα, μπαίνουν όλα στην έξαρση ενός ορατόριου κι από φραστικά σήματα μετατρέπονται σε σήματα μουσικά, ηλεκτρικά, ώσπου να σωματοποιηθούν σε χορό φαντασμάτων από τις νευρικές απολήξεις αυτού του διπλού Θέσπη.
Ούτε μια λέξη δεν ακούγεται -αν θυμίζει κάτι αυτό- από τη «νίκη». Εδώ οι στρατιώτες φοβούνται, ουρλιάζουν, βρίζουν, σκοτώνουν με όλους τους φρικτούς τρόπους… Το «Ύψωμα 731» δεν είναι -και δεν θα μπορούσε να είναι- ένα έργο «κατάλληλο» για επέτειο. Κι όμως κρύβει όλα εκείνα που κάνουν μια χούφτα ανθρώπους, χωρίς και οι ίδιοι να πολυγνωρίζουν το γιατί, να στηρίξουν στους ώμους τους, σε μια στιγμή της Ιστορίας, κάτι το αληθινά μεγάλο και σπάνιο, κάτι στο οποίο μπορεί μετά να πατήσει το λαϊκό και να υψωθεί.
Είναι εθνικό απόκτημα αυτή η παράσταση γιατί θυμίζει πως στην ιστορία μας εκτός από τη φθαρτή πραγματικότητα, τις παροδικές αξίες και όλα τα κυνικά μέσα, έχει χωθεί κάτι μαγικό, άγριο και σπουδαίο, κάτι που μόνο η ποίηση μπορεί να ανιχνεύσει και να βγάλει στο φως. Στο τέλος της παράστασης δεν νιώθουμε μόνο περηφάνια ή απορία από τα γεγονότα στο «Ύψωμα 731». Αυτό που μας αγγίζει λέγεται «δέος».
Είναι αυτό χωρίς το οποίο προχωρούμε τυφλοί.
Διαβάστε ολόκληρη την κριτική στην Εφημερίδα των Συντακτών
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση και αγορά εισιτηρίων: «Ύψωμα 731»