Ομολογώ ότι σας απήλαυσα και στους τρεις ρόλους που ερμηνεύετε. Πώς έχετε καταφέρει να αλλάξετε την προφορά σας, την κίνησή σας, και να υποδύεστε τη Νίτσα, τη γυναίκα που τραγουδά και την Αντιόπη;
Εύχομαι να απολαύσατε και τους τρεις ρόλους όσο απολαμβάνω εγώ να τους ερμηνεύω. Ως ηθοποιοί, οι αλλαγές του ήθους είναι εξ ορισμού η δουλειά μας αλλά και η δημιουργική μας ηδονή. Απολαυστική υπήρξε για μένα η περίοδος των προβών και η διαδικασία χτισίματος των τριών αυτών γυναικείων ρόλων, τους οποίους τροφοδότησα με ψυχικά και συμπεριφορικά υλικά που, ειλικρινά, είτε αγνοούσα είτε αρνιόμουν ότι είχα. Στις δε παραστάσεις, οι γρήγορες εναλλαγές μεταξύ των τριών αυτών περίπλοκων χαρακτήρων σε συνδυασμό με τη ζωντανή μουσική εκτέλεση και τον real time μουσικό αυτοσχεδιασμό είναι για μένα σαν καθημερινή ένεση αδρεναλίνης. Καλούμαι κάθε φορά να αναπαριστώ ένα μωσαϊκό χαρακτήρων, ηθών, ύφους, συμπεριφορών, μουσικότητας και ρυθμικότητας με μια κοινή ενεργειακή «αμπάριζα» που είναι το πάθος μου για τη δουλειά μου, αλλά και το ίδιο το κείμενο του Γιούγκερμαν.
Μιλήστε μας για τη μουσική της παράστασης.
Όπως οι χαρακτήρες στον Γιούγκερμαν προέρχονται από διαφορετικές χώρες, κοινωνικά στρώματα και περιβάλλοντα, αντίστοιχα και τα μουσικά θέματα που υποδεικνύει ο ίδιος ο Καραγάτσης στο κείμενο, αποτελούν ένα σύμπλεγμα από τις πλέον ετερόκλιτες μουσικές: γνωστά κλασσικά αριστουργήματα, Leitmotiv και άριες από γνωστές όπερες, jazz standards, λαϊκά και αστικά τραγούδια της εποχής από όλο τον κόσμο και πολλά άλλα. Με τη Λένα Χατζηγρηγορίου επεξεργαστήκαμε υφολογικά, ηχητικά και ενορχηστρωτικά όλο αυτό το υλικό, και ακολουθώντας τον μουσικό χάρτη του ίδιου του Καραγάτση, συνδυασμένο με τα πρωτότυπα μουσικά θέματα της Κατερίνας Πολέμη, στήσαμε μια πλούσια παρτιτούρα που διατρέχει όλη την παράσταση. Δεν υπάρχει τίποτε προηχογραφημένο στον Γιούγκερμαν – η μουσική και τα soundscapes αναδημιουργούνται κάθε φορά σύμφωνα με το ρυθμό και τη δυναμική της κάθε παράστασης. Για το εγχείρημα αυτό χρησιμοποιούμε δεκάδες όργανα παιγμένα με εναλλακτικές τεχνικές, φυσικά υλικά, μικρόφωνα, sound effects κ.α. Για την εκτέλεση της μουσικής έχει μάλιστα επιστρατευτεί όλος ο πολυτάλαντος θίασος του Γιούγκερμαν, με τα εξαιρετικά μουσικά και φωνητικά του προσόντα. Η μουσική στον Γιούγκερμαν λαμβάνει τη διάσταση συμπρωταγωνιστή.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τον «Γιούγκερμαν» του Καραγάτση; Γνωρίζατε το κείμενο, το είχατε διαβάσει; Ποιες ήταν οι σκέψεις σας όταν το διαβάσατε; Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι τα θέματα που πραγματεύεται το έργο;
Για χρόνια κοιτούσα με δέος τον δίτομο Γιούγκερμαν στα ράφια της οικογενειακής βιβλιοθήκης. Τελικά τον έπιασα στα χέρια μου στις αρχές της εφηβείας και από τότε τον διάβασα με λατρεία δεκάδες φορές, ανακαλύπτοντας κάθε φορά καινούριες πτυχές του κειμένου. Η μόνη φορά που συνειδητά δεν τον ξαναδιάβασα ήταν, παραδόξως, ακριβώς πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες, κι αυτό για να αφοσιωθώ περισσότερο στους ρόλους μου αυτούς καθεαυτούς, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί στην εύστοχη θεατρική διασκευή του Στρατή Πασχάλη. Πολλά και καίρια είναι τα θέματα που θίγει ο Καραγάτσης στον Γιούγκερμαν και που διέπουν και την παράστασή μας: το ζήτημα του «ξένου» και της ενσωμάτωσής του στην ελληνική κοινωνία, η ματαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, η ευτυχία μέσα από την πάλη του απολλώνιου και του διονυσιακού στοιχείου, το χάσμα αγάπης και έρωτα, τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα της εποχής και ειδικά της μεσοπολεμικής ελληνικής κοινωνίας. Ο Γιούγκερμαν είναι ένα λογοτεχνικό αριστούργημα κι αν ο τεράστιος Καραγάτσης – που έγραψε τον Γιούγκερμαν μόλις στα 26 του χρόνια – είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα, το έργο του θα είχε το πιθανότερο τύχει μεγαλύτερης εκτίμησης.
Θα θέλατε να κάνουμε μια μικρή αναδρομή στο πως αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την υποκριτική, τη μουσική, το τραγούδι; Πως ξεκινήσατε, ποιες συνεργασίες ξεχωρίζετε μέχρι σήμερα;
Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε καλλιτεχνικό οικογενειακό περιβάλλον και από νωρίς εξεδήλωσα την αγάπη μου για τη ζωγραφική και τον χορό. Όταν όμως μπήκε η μουσική στον παιδικό μου χάρτη, τα επισκίασε όλα. Με τον δίδυμο αδερφό μου τον Φοίβο φτάσαμε στο κατώφλι μιας καριέρας duo piano, που στο παραπέντε, καλώς ή κακώς, εγκαταλείψαμε – εκείνος για την επιστήμη κι εγώ για άλλα είδη μουσικής και το θέατρο. Ούτε στο θέατρο όμως δόθηκα ολοκληρωτικά. Πριν δέκα χρόνια άφησα τα πάντα πίσω μου και πήγα με υποτροφία Fulbright στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω performance και interactive media. Μπορώ να πω τελικά ότι αυτό στο οποίο ανήκω ολοκληρωτικά είναι εν γένει η τέχνη και κυρίως η μαθητεία της. Σα σπουδή αντιμετωπίζω τη μέχρι τώρα πορεία μου, σαν μαθητεία τις εναλλαγές των ιδιοτήτων μου, σαν πολύτιμη εμπειρία τις συνεργασίες μου, σαν πνευματική πρόκληση την ενασχόλησή μου με εκ διαμέτρου αντίθετα είδη μουσικής και θεάτρου. Καθόλου δε βιάζομαι να καταλήξω κάπου ή να μου αποδοθεί κάποιος οριστικός τίτλος ή ιδιότητα. Με ενδιαφέρει μόνο να δημιουργώ πράγματα με αφοσίωση και πάθος, να απολαμβάνω τη διαδικασία και να οδηγούμαι σε καινούρια δημιουργικά μονοπάτια ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα και τον εαυτό μου.
Παίζετε σε μια παράσταση που έχει τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία. Κατά τη γνώμη σας σε τι οφείλεται αυτό;
Όπως ξέρουμε, συχνά αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται. Στην περίπτωση του Γιούγκερμαν έχουμε τη μεγάλη χαρά να έχουμε στήσει μια ξεχωριστή παράσταση που τυγχάνει συγκινητικής υποδοχής, τόσο εκ μέρους εκείνων που γνωρίζουν καλά το κείμενο του Καραγάτση και έχουν απαιτήσεις αντίστοιχες της αγάπης τους γι’ αυτό, όσο και εκείνων που προσέρχονται στο θέατρο χωρίς να είναι εξοικειωμένοι με το έργο. Το κοινό που βλέπει την παράσταση αναγνωρίζει την πρόθεση του διασκευαστή (Στρατή Πασχάλη) και του σκηνοθέτη (Δημήτρη Τάρλοου) να αποδοθούν τα νοήματα και η ατμόσφαιρα του κειμένου με απόλυτη συνέπεια και σεβασμό. Εισπράττει τη σκληρή δουλειά και τη γενναία ψυχική και σωματική κατάθεση όλων των υπερταλαντούχων ηθοποιών και μουσικών που ξεπερνούν κάθε βράδυ τους εαυτούς τους για να δημιουργούν το σύμπαν του Γιούγκερμαν. Παρατηρεί την υπέρμετρη φροντίδα με την οποία έχουν γίνει τα σκηνικά και τα κοστούμια. Και κυρίως, αναγνωρίζει και τιμά με τη σταθερή παρουσία του τη συνέπεια με την οποία, όλα αυτά τα χρόνια, το θέατρο Πορεία κρατά ψηλά τον πήχη στο σύγχρονο ελληνικό θεατρικό τοπίο. Στο κοινό του θεάτρου Πορεία, χρόνια τώρα, μπολιάζεται ένα υψηλό θεατρικό ήθος, διαμορφώνοντας θεατές με αξιώσεις.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με την Δημήτρη Τάρλοου και τους υπόλοιπους ηθοποιούς;
Είναι σπάνια ευτυχία να δουλεύεις με το Δημήτρη, εντός κι εκτός σκηνής. Είναι ένας σκηνοθέτης που διαλέγει με προσοχή τους ηθοποιούς του και με απεριόριστη αγάπη και σεβασμό τούς εμπιστεύεται το θεατρικό του όραμα – που δεν έχει να κάνει με σκηνοθετικά τρικ, δήθεν μοντερνισμούς ή παράταιρες εκφορές του λόγου, πάρα μόνο με μια ευλάβεια προς το κείμενο και μια βαθιά πίστη ότι το θέατρο πρέπει να έχει ως κέντρο τους ίδιους τους ηθοποιούς και την ανθρώπινη ψυχή, να είναι από τον άνθρωπο, με τον άνθρωπο, για τον άνθρωπο. Η διαδικασία των προβών ήταν μεγάλη δημιουργική απόλαυση γιατί βασίστηκαν στους αυτοσχεδιασμούς, πράγμα που προσωπικά με βοήθησε να κινηθώ με μεγάλη ελευθερία όσον αφορά το στήσιμο των ρόλων μου και της μουσικής. Πόσο μεγάλη ευλογία είναι όμως να συνεργάζεσαι και με τόσο ταλαντούχους συναδέλφους. Κάθε βράδυ, και τις τρεις ώρες που βρίσκομαι επί σκηνής τους παρατηρώ κρατώντας την ανάσα μου. Δεν παύουν να με αιφνιδιάζουν, να με μαγεύουν, να με συγκινούν σε κάθε παράσταση.
Ποια είναι η πιο δυνατή σκηνή της παράστασης;
Ο Γιούγκερμαν είναι μια παράσταση σπαρακτική. Η μία δυνατή σκηνή διαδέχεται την άλλη κι ακόμα και πίσω από τις πιο φαινομενικά ανώδυνες στιγμές του έργου κρύβεται μια τεράστια απώλεια, ένας θάνατος, μια ματαίωση, μια ανεπούλωτη πληγή που δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή της. Όταν ο Γιούγκερμαν αρχίζει να μετρά απώλειες, ο πόνος είναι αβάσταχτος και για μας. Για μένα η απώλεια που με συγκλονίζει είναι η τρέλα του Καραμάνου και ο αποχαιρετισμός τους στο κρεβάτι του φρενοκομείου. «Δεν ξέρεις τι πάει να πει ύπνος Βάσια», είναι η φράση που σταθερά μου φέρνει δάκρυα σε κάθε παράσταση.
Διαβάστε όλη τη συνέντευξη στο theatermag
Aγορά εισιτηρίων: «Γιούγκερμαν»