Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

17 Δεκεμβρίου 2018
Γιούγκερμαν || Κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών
article image
ΚΡΙΤΙΚΕΣ

ΓΙΟΥΓΚΕΡΜΑΝ
ΤΟΥ Μ.ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δ.ΤΑΡΛΟΟΥ
ΑΓΟΡΑ ΕΙΣΙΤΗΡΙΩΝ

-----

Μια μορφή ποιητική, σε δραματική σκευή

Ογδόντα χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα ο «Γιούγκερμαν» του Μ. Καραγάτση θεωρείται ακόμη μια από τις δημιουργικές κορυφώσεις της γενιάς του, μια από τις λίγες εκείνες στιγμές του μυθιστορήματος όπου αναμφισβήτητα το είδος συνάντησε στη χώρα μας την απόλυτη δικαίωσή του. Αν μη τι άλλο, δεν είναι συχνό να συναντούμε έναν συγγραφέα να εξαντλεί τόσο τις δυνατότητες του μυθιστορήματος (στη συμβατική, έστω, μορφή του), να απλώνει χρόνο, χώρο και πρόσωπα σε τέτοιο εύρος, να συμπλέκει πρώτες και δευτερεύουσες υποθέσεις οριζοντίως αλλά και καθέτως, να αποδεικνύει πως μια απλή ανάγνωση μπορεί να γίνει ταξίδι στον έξω και τον μέσα κόσμο μιας εποχής και ενός ανθρώπου.

Και όλα αυτά για να καταλήξει στο τέλος ο ήρωάς του –εδώ, ο Γιούγκερμαν– σε κάτι τόσο πυκνό που θα μπορούσε να κλειστεί σε μια-δυο φράσεις για να περιγράψει τον κόσμο όλον, τον απλό και τον έναν, τον καλύτερο απ’ όλους τους πιθανούς. Τόσος κόσμος και λέξεις για να καταλήξουμε σε κάτι που μοιάζει με επιτάφιο επίγραμμα.

Τον «Γιούγκερμαν» φαντάζομαι θα τον γνωρίζουν σχεδόν όλοι εκείνοι που θα επισκεφθούν το «Πορεία» (που γιορτάζει και αυτό τα είκοσι δημιουργικά χρόνια στη πλατεία Βικτωρίας). Αν αξίζει όμως να ασχοληθούμε με αυτό το θεατρικό ανέβασμα του μυθιστορήματος του Καραγάτση –συνηθισμένοι περισσότερο στις τηλεοπτικές μεταφορές του–, είναι γιατί αυτή τη φορά το μυθιστόρημα διασκευάζεται από έναν ποιητή και ανεβαίνει από έναν σκηνοθέτη. Και αληθινά, αξίζει. Πρώτα πρώτα γιατί όλοι μας ακόμα κουβαλάμε τον ξένο με το περίεργο όνομα που χώθηκε στα εφηβικά και νεανικά μας διαβάσματα. Έτσι, σαν θρύλος περισσότερο και λιγότερο σαν χαρακτήρας, ζει ο Γιούγκερμαν μέσα μας από τότε, και αυτόν  αναζητούμε στο «Πορεία». Μια μορφή ποιητική, σε δραματική σκευή.

Ευτυχώς όμως αναζητούμε τον Γιούγκερμαν με τον τρόπο του Στρατή Πασχάλη και την αίσθηση του Δημήτρη Τάρλοου. Στον, από μέρους τους, άθλο συμπύκνωσης χιλίων διακοσίων σελίδων σε ένα θεατρικό κείμενο έκτασης όχι παραπάνω από διακόσιες σελίδες, και της μετάδοσης του αφηγηματικού προσώπου σε θεατρικό διάλογο, εκείνο που οδηγεί δραματουργικά τη παράσταση δεν είναι τόσο η ζωή του κεντρικού ήρωα όσο τα «στερνά του». Στην ανάπλαση του «Πορεία» ο βίος του Φινλανδού Οδυσσέα διαβάζεται αντίστροφα, όταν το ταξίδι του έχει φτάσει πια στο τέλος. Και από όλον το μύθο του, καθώς συμβαίνει στις καθαρόαιμες τραγωδίες, κρατούμε τον πολύτιμο εκείνο χρόνο στον οποίο ενεδρεύουν ο φόβος και το έλεος. Κρατούμε από όλη τη μυθιστορία το τελικό –και τραγικό– επίγραμμα.

Και συμβαίνει λοιπόν το εξής: όλος ο ποταμός του μυθιστορήματος συμπυκνώνεται έτσι σε μια και μόνη ποιητική ροή και χωράει όλος σε ένα θέατρο… –και μάλιστα δωματίου. Ναι, πράγματι, υπάρχει τόσος Στρίντμπεργκ στο «Πορεία» όσος και Καραγάτσης. Και αν εξαιρέσει κανείς τα ελάχιστα τεχνικά και ποιητικά μέσα της παράστασης –ένας διάδρομος στο βάθος που επιτελεί τη ροή του βίου, καταπακτές που αποκαλύπτουν τα χρειαζούμενα (σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου και του Δημήτρη Αγγέλη)–, τα πάντα τελούνται  σε ένα ονειρικό και εξπρεσιονιστικό περιβάλλον, μέσα σε σπαράγματα μνήμης, με την (πολύ στριντμπεργκική) αγωνία να διαβούμε κάποτε τον νατουραλισμό της πραγματικότητας και μέσα από την προσωπική μας Κόλαση να φτάσουμε στην απέναντι όχθη, του Ονείρου.

Για αυτό ο Γιούγκερμαν στο «Πορεία» δεν απευθύνεται πρωτίστως σε εκείνους που απλώς θέλουν να «δουν» –αντί να διαβάσουν– το έργο του Καραγάτση. Η παράσταση ασφαλώς έχει ενδιαφέρον ακόμη και έτσι. Η προσπάθεια, όμως, του θεατή της είναι τότε μεγαλύτερη καθώς τα κενά της πλοκής είναι (όπως είναι επόμενο) σημαντικά και ο ειρμός όχι πάντα ομοιογενής ή σαφής. Ο δικός της Γιούγκερμαν κλιμακώνεται όταν έχουμε βιωματική επαφή με το μυθιστόρημα  και μάλιστα αν η επίσκεψη μας στο «Πορεία» δεν οδηγείται από διάθεση «επαλήθευσης» του μυθιστορήματος, όσο από ειλικρινή πρόθεση για δημιουργική ανάκλησή του.

Ποιος είναι λοιπόν εδώ, στο «Πορεία» ο Γιούγκερμαν του Καραγάτση, του Στρατή Πασχάλη και του Δημήτρη Τάρλοου; Κάποιος που αναζητά το δικό του φως. Ο ίδιος –θα ανακαλύψει κάποια στιγμή πως– δεν υπήρξε παρά το κάτοπτρο που αντανακλούσε το φως των άλλων, κάποτε μάλιστα, στην αρχή του ταξιδιού του, το φως μιας νέας πατρίδας. Δεν γνωρίζει ακόμη ότι ο «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο» κατακτιέται όχι μόνο με το φως της ζωής αλλά και με την αποδοχή του ιερού Σκότος της. Η κατάφαση της σάρκας, η ηδονή, η επικράτηση ή η δόξα δεν οδηγούν στο νόημα του βίου. Είναι η βαθιά γνώση που συνδέεται με την ανάμνηση και ενεδρεύει μέσα μας σχεδόν βιολογικά.

Ειρωνικό για εκείνους τους καταραμένους σαν τον Γιούγκερμαν που σπατάλησαν τη ζωή τους για να βρουν νόημα στις ερωτήσεις του κόσμου, για να καταλάβουν στο τέλος ότι ο κόσμος απαντά μονάχα στους αθώους. Όπως σε εκείνη την ταπεινή και σωματική Βούλα. Τη «μια μέσα στο κόσμο», που κουβαλά τις απαντήσεις στην αθωότητα της.

Στο παίξιμο του Γιάννη Στάνκογλου βρίσκεται ένα μεγάλο ταξίδι, από τον τύπο του Κλαρκ Γκέιμπλ στον «Πέερ Γκυντ», στο Ζορμπά και στο «Ονειρόδραμα» του Στρίντμπεργκ. Είναι μια σημαντική ερμηνεία ο Γιούγκερμαν του γιατί είναι πρωτίστως θεατρική. Εξαιρετικός για ακόμη μια φορά ο Χρήστος Μαλάκης στον ρόλο-περσόνα του Καραγάτση, του Μιχάλη Καραμάνου. Η Ζέτα Μακρυπούλια όχι μόνο παίρνει την παράσταση του «Πορεία», αλλά και της επιστρέφει πολλά. Ανάμεσα τους, η θεατρικότητά της στον τύπο της βαμπ και της μοιραίας γυναίκας του φιλμ νουάρ… και όμως, η σύντομη ερμηνεία της σαν σκοτεινή Μητέρα είναι η καλύτερη στιγμή της στην παράσταση. Στην αντίθετη όχθη λουσμένη στο φως και στη λεβέντικη αθωότητα του Καραγάτση, η Βούλα της Θάλειας Σταματέλου.

Από εκεί και πέρα, υπάρχει το πιο γνώριμο ίσως χαρακτηριστικό της σκηνής στη Βικτωρίας: όπως πάντα, οι μικρότεροι ρόλοι είναι όλοι εξαιρετικοί. Ο Γιάννης Καπελέρης, ο Πολύδωρος Βογιατζής (θαυμάσιος Κλεό), ο Δημήτρης Πετρόπουλος και ο Γιάννης Νταλιάνης (εξαιρετική εμφάνιση), η σπουδαία Αλκμήνη της Δανάης Σαριδάκη και η υπέροχη Ασπασία της Καίτης Μανωλιδάκη, αλλά και ο Δημήτρης Μπίτος και ο θαυμάσιος Υπηρέτης του Νίκου Καλαμό. Από κοντά η Λήδα Μανιατάκου, ο Αλκιβιάδης Μαγγόνας , η Μπίλιω Μαρνέλη, η Κορίνα Κόκκαλη, ο Ανδρέας Νάτσιος, η Ελένη Χαλαστάνη μέχρι και η επί σκηνής μουσικός, η Λένα Χατζηγρηγορίου. Ο γιος του σκηνοθέτη, Φίλιππος Τάρλοου κλείνει σαν Μικρός Γιούγκερμαν την παράσταση καθώς όλα κάποτε ξεκίνησαν… Με την είσοδο του ο σκηνοθέτης συναντάει στο θέατρό του τον εαυτό του, όπως ίσως κάποτε ο συγγραφέας αναρωτήθηκε στο έργο του ποιος να ήταν άραγε αυτός ο Καραμάνος.

Ειδική μνεία στα πλούσια κοστούμια του Άγγελου Μέντη και στη επιβλητική μουσική της Κατερίνας Πολέμη.

Διαβάστε την κριτική του Γρηγόρη Ιωαννίδη στην Εφημερίδα των Συντακτών

Aγορά εισιτηρίων «Γιούγκερμαν»

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ