Η Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο αγαπητά μυθιστορήματα των τελευταίων εξήντα ετών στην Ελλάδα. Η γερή πλοκή του, οι γοητευτικοί χαρακτήρες του, τα θέματα που θίγει, ακόμα κι οι φαντασιώσεις που ενδεχομένως εξάπτει, θέλγουν πάντα το ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Η δραματοποίηση ενός τέτοιου λογοτεχνήματος κρύβει μεγάλες παγίδες, πόσω δε μάλλον όταν αφορά στην τέχνη του θεάτρου, όπου όλη η δράση οφείλει να συμπυκνωθεί μέσα σε δύο, το πολύ τρείς ώρες. Γενικά θα έλεγα ότι δεν είμαι πολύ υπέρ των δραματοποιήσεων για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι ότι συνήθως τα μυθιστορήματα αυτά είναι πολύ γνωστά στο κοινό, με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ψευδαίσθηση μιας οικειότητας με το υλικό και τους χαρακτήρες. Ο καθένας τους πλάθει όπως αυτός τους φαντάζεται, ή κυρίως όπως έχει την ανάγκη να είναι, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε σκηνοθετική ανάγνωση και προσωπική ματιά να φαντάζει «ξένη» ως προς αυτή την φαντασίωση. Τα μυθιστορήματα είναι για να διαβάζονται. Με την έννοια αυτήν, το ότι καταπιάστηκα με τη Χίμαιρα είναι τόλμημα, σε μια χώρα μάλιστα αρκούντως δύστροπη, όπου τα ντουφέκια στήνονται για πολύ πιο ασήμαντους λόγους από την θεατρική μεταφορά ενός μυθιστορήματος.
Η ιδέα που είχα και πάνω της βασίστηκε κι η διασκευή του Στρατή Πασχάλη, είναι μια έντεχνη μείξη του κινηματογράφου με το θέατρο, έτσι ώστε να επιτύχουμε πολλαπλά οφέλη: κατ’ αρχήν την ονειρική, χιμαιρική διάσταση μέσα από μιαν ασπρόμαυρη ταινία εποχής που να συνδιαλέγεται με τη σκηνική δράση, δημιουργώντας διπλά είδωλα και οπτικές φρεναπάτες που να βοηθούν τον θεατή να καταδυθεί πιο εύκολα στην ιστορία ͘κατά δεύτερον να δώσουν βάθος στην πλοκή, εμφανίζοντας περισσότερους χαρακτήρες απ’ αυτούς που είχαμε τη δυνατότητα να εμφανίσουμε στη σκηνή ͘ ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με την απεικόνιση του ασυνειδήτου των ηρώων και κυρίως της Μαρίνας, αλλά και των αυτοκτονιών τους, που μόνο μέσα από τον κινηματογράφο μου φάνηκε ότι μπορούν να αποδοθούν πειστικά. Εκ των υστέρων, πρέπει να πω πως η ταινία πέτυχε τον σκοπό της, παρότι δημιούργησε μεγάλα προβλήματα οργάνωσης και χρόνου, αφού έπρεπε να γίνεται διπλή πρόβα και να οργανώνεται ταυτόχρονα μια απαιτητική θεατρική παραγωγή κι ένα κινηματογραφικό γύρισμα ταινίας εποχής.
Η προσέγγιση που επιχείρησα στο υλικό, είχε ένα ψυχαναλυτικό υπόβαθρο, διότι πιστεύω πως μόνον έτσι μπορεί κανείς να πλάσει πειστικούς χαρακτήρες. Ο Καραγάτσης βέβαια επικεντρώνει στο πρόσωπο της Μαρίνας, δίνοντας πολλές πληροφορίες για το τραυματικό παρελθόν της κι έτσι διευκολύνει την εργασία του σκηνοθέτη, αλλά και της ηθοποιού που θα την υποδυθεί. Ο Μηνάς αντιθέτως, παρότι το έτερον ήμισυ, ή το alter ego της Μαρίνας δεν τυγχάνει της ίδιας μεταχείρισης από τον συγγραφέα. Μένουν δηλαδή στο ημίφως οι αιτίες που τον διαμόρφωσαν κι έτσι είναι αρκετά σκιώδης. Υπάρχουν ωστόσο φράσεις που τον περιγράφουν, όπως το «femme manqué» , που υποδηλώνει άνθρωπο λεπταίσθητο, νάρκισσο, με νευρώσεις ίσως, ή το «estét» που ξεστομίζει γι’ αυτόν η Μαρίνα, που διαφωτίζει κάπως για τους τρόπους του νεαρού αυτού. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι μάλλον γραμμικοί, χωρίς μεγάλη εξέλιξη, πράγμα που ασφαλώς δυσκολεύει το ζωντάνεμα, αλλά με κάποιον τρόπο διευκολύνει στο να δούμε πιο ανάγλυφα το δράμα της Μαρίνας. Ίσως σκέφτομαι τώρα, αυτός και να ήταν ο στόχος του Καραγάτση: καθηλώνοντας όλους τους Έλληνες σε αυτό το αφόρητο περιοριστικό και πνιγηρό περιβάλλον να προβάλει την ιλιγγιώδη πορεία της πρωταγωνίστριας προς την αυτογνωσία κι εντέλει τον θάνατο. Είναι σαφές ότι έρχεται η Μαρίνα στην Ελλάδα για να ξεφύγει από τον γκρίζο ουρανό που στοίχειωσε τα πρώτα της νιάτα για να καεί σχεδόν αυτονόητα από τον φλογισμένο ελληνικό ήλιο που τόσο ονειρεύτηκε. Φρεναπάτη ο έρωτας, ένα ψέμα η αγάπη, ακόμα μεγαλύτερο ψέμα η «φυγή» μέσα από την Τέχνη. Φοβάμαι ότι ο Καραγάτσης έγραψε κάτι τόσο σκληρό που ούτε ο ίδιος το άντεχε. Έγραψε για την ανθρώπινη κτηνωδία που καραδοκεί κάτω και πίσω από όλες τις ανθρώπινες επινοήσεις και κατασκευές. Όσοι προσδοκούσαν ένα συγκινητικό μελόδραμα σίγουρα απογοητεύτηκαν οικτρά. Όσοι διέκριναν τον βαθύτατα απελπισμένο πεσιμιστή, ίσως να έχουν τώρα κάτι να σκεφτούν.
Η Μαρίνα Μπαρέ και η Λιλή Ζηρίνη