H ανακοίνωση για την οντισιόν του Δημήτρη Τάρλοου ήταν σαφής: έψαχνε μια ψηλή ξανθιά και μια κοντή μελαχρινή. Η πρώτη είναι η Ντάινα, δυναμική και λαμπερή, μια γυναίκα που θεωρεί την εξουσία αφροδισιακή. Η δεύτερη, η Βούλα, μια πιτσιρίκα με καταγωγή από τη Μυτιλήνη, αδύνατη σαν κλαράκι, μελαγχολική, άχρωμη, ασήμαντη σε πρώτη ανάγνωση. Είναι οι δύο γυναίκες που θα ερωτευτεί στη θυελλώδη ζωή του ο τυχοδιώκτης Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν. Καθεμία θα τον εξουσιάσει με διαφορετικό τρόπο. Το ρόλο της βαμπ πήρε, τελικά, η Ζέτα Μακρυπούλια. Κι αυτόν της μικροκαμωμένης ασθενικής η Θάλεια Σταματέλου. Εδώ και λίγες μέρες αυτή η πιτσιρίκα, απόφοιτη του Εθνικού Θεάτρου που ο Δημήτρης Τάρλοου ξεχώρισε αμέσως από απαιτητικές οντισιόν, είναι το κορίτσι που κάνει στο θέατρο Πορεία τον περίγυρο του Γιούγκερμαν να απορεί: «Μα, πώς ερωτεύτηκες αυτό το ασχημούτσικο κοριτσάκι που δεν έχει τίποτα;».
Μέσα σε ένα θεατρικό σκηνικό που σε μεταφέρει στη δίνη της μεσοπολεμικής Ελλάδας, της επανάστασης των μπολσεβίκων, του κομμουνισμού, του τσαρικού καθεστώτος, ένας αριστοκράτης κι αλήτης, ο Φινλανδός Γιούγκερμαν, κυνηγά με αυτοκαταστροφική μανία τον πλούτο, τη δόξα, την εξουσία, τις γυναίκες. Θα τα κατακτήσει όλα, αλλά, καθώς πιστεύει πως «για τον καθένα μας υπάρχει μονάχα ένα κορίτσι σε ολόκληρο τον κόσμο», θα επιστρέφει, θα γαληνεύει, θα εξαντλεί την τρυφερότητά του στη Βούλα. «Ο Καραγάτσης περιγράφει ένα κορίτσι τόσο λεπτό που μοιάζει να μην έχει σώμα, παρά μόνο δυο πελώρια μάτια. Η Βούλα δείχνει ανυπεράσπιστη, αλλά στην πραγματικότητα δεν δέχεται να της επιβάλει κανείς τίποτα. Μόνο η καρδιά καθορίζει τις αποφάσεις της» λέει η Θάλεια Σταματέλου, που μπορεί να ερμηνεύει φέτος στο θέατρο Πορεία τον πρώτο μεγάλο ρόλο της ζωής της, αλλά από μωρό έχει φάει τις παραστάσεις με το κουτάλι.
«Η μητέρα μου είναι γιατρός και έχει πάθος με το θέατρο. Ο μπαμπάς ήταν βιολιστής στην ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Έχω μεγαλώσει μέσα στο Ολύμπια. Αυτά τα δαιδαλώδη καμαρίνια, τα κόκκινα βελούδα... ένιωθα ότι είμαι στο κάστρο μου». Αδυνατούλα, με μεγάλα, λαμπερά μάτια, σαν της Βούλας, πεισματάρα, ντροπαλή και σκεπτική, η Θάλεια μοιάζει περισσότερο με τη νεραϊδούλα του κάστρου παρά με τη βασίλισσα. «Το πιο θαρραλέο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι να τραγουδήσω καραόκε σε ένα μαγαζί και να δώσω εξετάσεις στη σχολή του Εθνικού». Βαριέται τον διαχωρισμό θεατρικών - τηλεοπτικών ηθοποιών, αγαπά τον Ίψεν και τον Τσέχοφ, ονειρεύεται τον εαυτό της ντυμένο Σόνια («Θείος Βάνιας») ή Νόρα («Κουκλόσπιτο»), τρελαίνεται για τη «Δεσποινίδα Τζούλια» και την Κλυταιμνήστρα. — Παρ' όλα αυτά, σπούδασες και Αρχιτεκτονική. Γιατί; Καλή ερώτηση! Από φόρα μάλλον. Ήμουν πάντα καλή μαθήτρια, ζωγράφιζα συμπαθητικά κι έτσι μπήκα ‒ το επέλεξα. Ντρεπόμουν και ήμουν τόσο εσωστρεφής που το θέατρο δεν είχε τεθεί ποτέ ούτε ως σκέψη. Στο Πολυτεχνείο πια, και αφού το σκεφτόμουν επί έναν χρόνο, τόλμησα να πάω στη θεατρική ομάδα. Έτσι γλυκάθηκα λίγο. Σήμερα προτιμώ το θέατρο, αλλά δεν έχω αποκλείσει ότι κάποτε θα εξασκήσω την Αρχιτεκτονική. Αν το κάνω, θα ασχοληθώ μάλλον με τη μικρή κλίμακα. Θα προτιμούσα να σχεδιάσω ένα μικρό έπιπλο παρά ένα μεγάλο κτίριο.
— Και η ντροπή έφυγε; Όχι βέβαια. Και ο Τάρλοου στην αρχή με ψάρωνε, τον φοβόμουν. Από την άλλη, είναι τόσο ευθύς που με ξεκλείδωσε. Γενικά, δεν είμαι το κορίτσι που συναντάς και λες: «Κοίτα την, είναι η χαρά της ζωής». Περισσότερο έχω βαριά διάθεση παρά ανοίγει η ψυχή σου μαζί μου. Πάρα πολύ συχνά με ρωτάνε «τι έχεις;», αλλά δεν έχω τίποτα. Σκέψου πως όταν ο Δημήτρης (σ.σ. Τάρλοου) μου αποκάλυψε ότι θα έπαιρνα τον ρόλο, λέγοντάς μου «με ενδιαφέρει πολύ να συνεργαστούμε», απάντησα ένα ξερό «κι εμένα», γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω στ' αυτιά μου. Καθώς δεν έδειξα κανέναν ενθουσιασμό, μου ξαναείπε: «Μα, καλά, δεν χαίρεσαι;». Για καιρό δεν το έλεγα πουθενά.
— Ξέρεις άντρες σαν τον Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν; Άντρα που να συγκεντρώνει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, όχι. Κυρίως γιατί συνδυάζει δύο πλευρές ακραίες. Από τη μια τον βαραίνουν φόνοι, κραιπάλες, χαρτοπαιξία, εκβιασμοί, ναρκωτικά, ποτό, απάτες, και από την άλλη αναζητά στη Βούλα κάτι ανόθευτο και υψηλό. — Στο έργο πότε συναντιέστε πρώτη φορά; Ο Γιούγκερμαν για πρώτη φορά την παρατηρεί, χωρίς εκείνη να το γνωρίζει, μέσα σε ένα καράβι, καθώς έρχεται στον Πειραιά από το νησί. Το έχει σκάσει από τη Μυτιλήνη με τον νεανικό της έρωτα, τον Γιώργο, όμως εκείνος, μέσα στο πλοίο, της ορμά σεξουαλικά, εκείνη αισθάνεται την κίνηση ως παραβίαση και τον ξεγράφει. Η σεξουαλικότητά της δεν έχει ξυπνήσει, νιώθει άγουρη και ανέτοιμη κι έτσι η σχέση με τον Γιώργο καταστρέφεται πριν ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Δεν είναι ένα κορίτσι ανέραστο. Όσο περνά ο καιρός αποκτά σεξουαλικές επιθυμίες, αλλά πάντα τη σταματά το ότι σε κανέναν δεν βρίσκει αυτό το κάτι παραπάνω. Προφανώς, το βλέπει στον Γιούγκερμαν, γι' αυτό και δίνεται μόνο σ' εκείνον.
— Τι είναι το πρώτο πράγμα που της λέει, όταν τη συναντά, ο Γιούγκερμαν; «Συγγνώμη, γιατί με φοβάστε;». Κι εκείνη, με την παλιομοδίτικη ειλικρίνειά της, απαντά: «Δεν σας φοβάμαι, απλώς δεν σας ξέρω». Έπειτα από αυτή την πρώτη στιχομυθία πηγαίνουν ανά δύο μέρες στο ίδιο καφενείο. Έτσι χτίζεται μια γαλήνια, ήρεμη και πλατωνική σχέση. Μετά τη μοναδική φορά που κάνουν έρωτα, η Βούλα πεθαίνει. — Δεν σου είναι παντελώς ξένος ο κόσμος μιας συνομήλικής σου που υποκύπτει σε πατρικές πιέσεις για να παντρευτεί τον πλούσιο και να λυτρώσει την οικογένεια; Θα έλεγα ότι δεν υποκύπτει. Πήγε κόντρα σε αυτό που της ζήτησαν, αλλά την εκβίασαν. Κι εγώ θα λύγιζα αν στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς υπήρχε ο θάνατος ενός γονιού. Η Βούλα είναι πράγματι ένα «παλιό» πρόσωπο, αλλά το γεγονός ότι επαναστατεί στο πλαίσιο εκείνης της εποχής δηλώνει έναν χαρακτήρα που μου αρέσει πολύ. Μοιάζουμε σε μερικά πράγματα. Έχω μια ηθική πλευρά, θέλω κι εγώ να υπηρετώ ό,τι αγαπώ χωρίς εκπτώσεις. Επίσης, μου αρέσει το παθιασμένο πείσμα της αλλά και ο τρόπος που παραδίδεται στον απόλυτο έρωτα, δίνοντάς του ιδεαλιστικές διαστάσεις.
— Ποιο πράγμα σε δυσκόλεψε περισσότερο στην παράσταση; Το ότι σε κάποιο σημείο της ιστορίας ένα αγόρι «αυτοκτονεί» για μένα. Με ζορίζει πολύ αυτό. Οριακά μπορώ να συλλάβω το μέγεθος μιας τέτοιας θυσίας για κάποιον που αγαπάς. Και καθόλου δεν καταλαβαίνω πώς ζει κανείς με το βάρος μιας τέτοιας ανθρωποθυσίας. Πώς αναπνέεις γνωρίζοντας ότι κάποιος τερμάτισε τη ζωή του για σένα; Για παράδειγμα, πώς συνεχίζουν να ζουν εκείνοι που με τον τρόπο τους ή με το μπούλινγκ εξώθησαν νέα παιδιά στην αυτοχειρία; — Στην παράσταση υποδύεσαι μια ασχημούλα. Η ομορφιά ανοίγει πόρτες ή τις κλείνει; Φυσικά και ανοίγει πόρτες στη ζωή, αλλά είμαι πεπεισμένη ότι την αληθινή ευτυχία μπορεί να μην τη βρεις σε καμία από αυτές τις πόρτες. Αλίμονο αν στο επάγγελμά μας ανεβαίνεις στη σκηνή για να κάνεις την ωραία ή ψάχνεις στη σκηνή να σταθείς με το καλό σου προφίλ ή πηγαίνεις στις οντισιόν έχοντας περάσει δύο ώρες για να φτιαχτείς ή να μελετήσεις τι θα φορέσεις. Μπαίνεις στον λάθος δρόμο πριν μπεις καν στο θέατρο.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στη Mατούλα Κουστένη στη LIFO
Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
Aγορά εισιτηρίων: «Γιούγκερμαν»