Είναι από τα πρόσωπα που είναι σε θέση να αναγνωρίσουν όλοι. Με πολλές δουλειές στην τηλεόραση είτε ως ηθοποιός είτε ως παρουσιάστρια, με πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ελληνικές κινηματογραφικές κομεντί και με παρουσία σε μεγάλες εμπορικές θεατρικές επιτυχίες. Φέτος συμμετέχει, για πρώτη φορά, σε μια παραγωγή του θεάτρου Πορεία, όπου ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται για άλλη μια φορά με τονΚαραγάτση και συγκεκριμένα, τώρα, με τον Γιούγκερμαν. Η Ζέτα Μακρυπούλια φτάνει στο φουαγιέ του θέατρο, έξω έχει βάλει απότομα κρύο, τα μάγουλα και η άκρη της μύτης της είναι κόκκινα. Νιώθω σχεδόν αμέσως ότι έχω κάτσει με μια παλιά μου συμμαθήτρια για καφέ, κάποια που έχω να τη δω πολλά χρόνια, που ποτέ δεν ήμασταν κολλητές αλλά πάντα συμπαθούσαμε η μία την άλλη. Η Ζέτα είναι έξυπνη, έχει χιούμορ, γίνεται πιο διστακτική όταν νιώθει ότι θα μιλήσει για πιο προσωπικά της που ίσως αφορούν κι άλλους, κάνα δυο φορές ψιλοχάνεται και μου λέει «ωχ, ποια ήταν ακριβώς η ερώτησή σου;». Συζητάμε και βγαίνουμε έξω στον δρόμο, κοντά στην πλατεία Βικτωρίας, όπου βρίσκεται το θέατρο Πορεία, εκεί που σε λίγες μέρες ανεβαίνει η παράσταση, για να κάνουμε τις λήψεις. Καθώς τη φωτογραφίζει ο Ανδρέας Σιμόπουλος κάποιοι οδηγοί κολλημένοι στην κίνηση αντιλαμβάνονται ποια είναι η ξανθιά κοπέλα και βγάζουν τα κινητά τους για να βγάλουν μια φωτογραφία της, έστω μέσα από το αυτοκίνητο. Όταν επιστρέφουμε στο θέατρο, πριν μπει στο καμαρίνι να ετοιμαστεί για την πρόβα της γυρνάει και μου λέει «Χάρηκα που σε γνώρισα, είσαι πολύ γλυκιά». Κι αυτή είναι, δεν της το λέω. Φαντάζομαι ότι το ξέρει.
Δεύτερη φορά Γιούγκερμαν στη ζωή σου, την πρώτη φορά ήταν τηλεοπτικά μια δεκαετία πριν. Σε κυνηγάει; Μάλλον και τώρα ήρθε η ώρα να το ολοκληρώσω και να εργαστώ πιο σοβαρά πάνω σε αυτό, όχι ότι δεν το έκανα και τότε. Είναι, όμως, εντελώς διαφορετική διαδικασία να κάνεις ένα σήριαλ κι αλλιώς να δουλεύεις έναν ρόλο για το θέατρο. Τότε ήμουν και πιο μικρή, άπειρη, δεν καταλάβαινα και πολλά. Τώρα μαθαίνω κάθε πτυχή του χαρακτήρα και του ενός και του άλλου, γιατί κάνω και την Ντάινα και τη Λίλη.
Γιατί υποδύεσαι δύο χαρακτήρες; Είναι ένα από τα ευρήματα του Δημήτρη Τάρλοου σε σχέση με το έργο γιατί σε μια κουβέντα που έχει ο Γιούγκερμαν με τον φίλο του τον Καραμάνο αναφέρει ότι η Ντάινα του θυμίζει τη μαμά του κι όντως έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη Λίλη. Ο Γιούγκερμαν, ας έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας, ψάχνει την αγάπη και την αποδοχή από την μητέρα του και το κάνει ενστικτωδώς με όλες τις γυναίκες που έχει γνωρίσει και προφανώς και με την Ντάινα. Η Λίλη και η Ντάινα μοιάζουν στη βάση του χαρακτήρα τους κι ας ακολούθησαν τελείως διαφορετική πορεία.
Ποια είναι η ομοιότητα; Είναι στον κρυφό δαίμονα που έχουν και οι δύο. Απλώς η Ντάινα έχει μείνει στα στεγανά της οικογένειας και μεγαλώνει μέσα στα πρέπει, ένα κορίτσι που περιγράφεται σαν να βρίσκεται πιο μπροστά από την εποχή της αλλά δεν αποφεύγει να ζήσει στο πλαίσιο αυτής, πονηρή, όμορφη, παγερή, παγωμένη συναισθηματικά. Και αυτή όπως όλοι οι χαρακτήρες του Γιούγκερμαν έχουν ένα θέμα με την αγάπη και τη δοτικότητα και τις μεταφράζουν στο μυαλό τους όπως τις έχουν εισπράξει από τις οικογένειες τους. Η Λίλη ήταν μια τέτοια κοπέλα στα νιάτα της, απλώς στην πορεία πήρε αυτοκαταστροφική διαδρομή.
Ο Καραγάτσης τις αγαπάει τις γυναίκες που προσπαθούν να κάνουν την υπέρβαση αλλά δυσκολεύονται και αυτοκαταστρέφονται. Το 2018 έχουμε τέτοιες γυναίκες; Δυστυχώς ναι. Δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με την εποχή. Το θέμα «πρέπει» είναι κάτι που βασανίζει όλους στη ζωή μας, ακόμη κι αυτούς που θεωρούν ότι τα έχουν ξεπεράσει όλα αυτά· σε κάποια σημεία της ζωής τους, σε κάποιες σχέσεις τους κυβερνούν τα «πρέπει». Τότε οι γυναίκες δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά, εμείς μπορούμε. Εμάς κανείς δεν μπορεί να μας αναγκάσει να παντρευτούμε έναν ξάδερφό μας, όπως έγινε με τη Λίλη που το δέχτηκε για να κάνει το χατίρι του μπαμπά της. Δεν ξέρω όμως εκτός Αθηνών, σε πιο κλειστές κοινωνίες, δεν ξέρω αν ακόμη πόσα και ποια κατάλοιπα υπάρχουν.
Και οι άντρες δεν πρέπει ακόμη να ανταποκριθούν σε κάποια κοινωνικά πρότυπα; Ναι αλλά πάντα ήταν πιο ελεύθεροι από εμάς και είχαν το ακαταλόγιστο. Έχουν την ταυτότητα του ισχυρού, του κυνηγού και κάτω από αυτόν τον ρόλο τους δικαιολογούνται πολλά. Οι άντρες, όπως και να το κάνουμε, και είχαν και έχουν μεγαλύτερη άνεση. Οι γυναίκες καλούνται να υπερασπιστούν πολλές ταυτότητες, οι άντρες μία. Είναι απαιτητικό, μπορούμε να πούμε ότι είναι και άδικο αλλά νομίζω ότι σιγά σιγά η ψαλίδα κλείνει.
Μέχρι τώρα στο θέατρο ήσουν κυρίως σε κωμωδίες και μιούζικαλ. Φέτος καλείσαι να υπηρετήσεις ένα διαφορετικό έργο. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες διαφορές; Η βάση της δουλειάς είναι ίδια, η προσέγγιση του σκηνοθέτη αλλάζει, γιατί κάθε σκηνοθέτης δουλεύει με άλλο τρόπο. Το διαφορετικό που έχω δει εδώ είναι η διαδικασία αυτοσχεδιασμού στην οποία μας έχει βάλει ο Τάρλοου, προσπαθώντας μέσα από αυτή να βρούμε τον χαρακτήρα, να βρούμε δικά μας κομμάτια, να απελευθερώσουμε το κορμί μας χωρίς να έχουμε στο νου μας να πούμε συγκεκριμένα λόγια που στην αρχή μπορεί να φαίνεται ότι δεν κάθονται καλά στη γλώσσα.
Σου αρέσει ο αυτοσχεδιασμός; Ναι. Είναι κάτι που είχα να κάνω από τη δραματική σχολή, για να είμαι ειλικρινής. Πριν έρθω είχα πάρα πολύ άγχος γιατί δεν ήξερα αν μπορώ να ανταπεξέλθω, γιατί δεν πατάμε και κουμπιά για να γίνουν τα πράγματα. Από την πρώτη μέρα όμως ένιωσα πολύ άνετα, μου άρεσε πάρα πολύ. Τελικά, αν μπεις μέσα σε αυτό και δεν έχεις αντιστάσεις τότε γίνεται αυτόματα. Κι ευτυχώς, ο Γιάννης (Στάνκογλου) με τον οποίο έχω τις περισσότερες σκηνές ήταν πολύ καλός στο κομμάτι του αυτοσχεδιασμού. Γενικότερα, θεωρώ ότι ο Γιάννης είναι ο Γιούγκερμαν, είναι ρόλος ζωής γι’ αυτόν και το πινγκ πονγκ ανάμεσά μας κύλησε αβίαστα.
Τι έμαθες για τον εαυτό σου μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς και τις πρόβες; Ότι έχω αρκετές αντιστάσεις από τις οποίες πρέπει να απεμπλακώ.
Τι αντιστάσεις; Δυσκολεύτηκα ως προς στη Λίλη, όχι τόσο στους αυτοσχεδιασμούς αλλά στο κείμενο. Το έχω το αυτοκαταστροφικό κομμάτι εν μέρει αλλά όχι έτσι κι επειδή δεν έχω κάπου μέσα μου να κάνω άμεση σύνδεση…ε, αυτό κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα. Υπάρχει ένας φόβος στην αρχή, που όμως περνάει μετά, σπάει. Απλώς κάποιες μέρες που είναι πιο δύσκολες παίρνεις αυτή την ψυχολογία σπίτι σου.
Δηλαδή; Ότι δεν τα κατάφερες; Όχι μόνο, το πάω και σε άλλα επίπεδα, ψυχαναλυτικά. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό στο οποίο αντιστέκομαι, τι ακουμπάει σε μένα μέσα μου όλο αυτό. Προσπαθώ να καταλάβω τι έχει γίνει στην συγκεκριμένη σχέση μάνας (Λίλης) και γιου που έχει παρατήσει το παιδί της. Δεν είμαι μητέρα αλλά αν γίνω ποτέ θεωρώ ότι το συγκεκριμένο μοντέλο μάνας δεν μου ταιριάζει καθόλου και προσπαθώ να καταλάβω σε τι ακόμη δεν συμφωνώ μαζί της και πώς αυτό συνδέεται με τη δική μου ζωή, στη δική μου τη σχέση με τα παιδιά, τη δέσμευση. Αυτά.
Το θέατρο Πορεία έχει χτίσει με τα χρόνια το κοινό του. Εσύ εμφανίζεσαι για πρώτη φορά εδώ. Έχεις άγχος ότι ίσως με αυτό το κοινό δεν έχεις συναντηθεί σε κάποιο από τα προηγούμενα θέατρα που έπαιζες; Για μένα το θέατρο είναι θέατρο και το κοινό είναι κοινό ανεξάρτητα από τις παραστάσεις που επιλέγει να δει. Στην αρχή, με το που είπα το «ναι» είχα αυτά τα άγχη, με το που ξεκινήσαμε όμως έφυγαν από το κεφάλι μου. Η διαδικασία είναι ίδια, δεν με αντιμετώπισε κανείς εδώ διαφορετικά, ούτε υπεροπτικά, δέσαμε, δεν ερχόμαστε εδώ για να αποδείξουμε κάτι ο ένας στον άλλον. Το κοινό είναι πάντα απαιτητικό είτε πάει να δει μια κωμωδία στο Παλλάς, είτε έρθει στο Πορεία. Από την στιγμή που πληρώνει το εισιτήριο του θέλει να περάσει καλά.
Νιώθεις καλύτερα πια; Ναι. Κατάλαβα ότι είχα μπλέξει κι εγώ στην παγίδα της «ταμπέλας» και γι’ αυτό είχα όλες αυτές τις φοβίες.
Θα ήθελες να κάνεις και πιο πειραματικά πράγματα; Εννοείται, αλλιώς δεν έχει ενδιαφέρον. Αν δεν δοκιμαστούμε σε διαφορετικά πράγματα, ακόμη κι αν δεν πετύχει, αυτό που είναι να πάρουμε θα το πάρουμε.
Την κωμωδία και τους ρυθμούς της τους ξέρεις. Πώς αισθάνεσαι εδώ που δεν έχεις να βασίζεσαι στο γέλιο του κοινού; Ναι, εδώ βασίζεσαι στις σιωπές. Μου αρέσει πολύ, τρελαίνομαι που εδώ έχω την άνεση να κάνω παύσεις. Η κωμωδία θέλει γρήγορο ρυθμό, εδώ έχεις χρόνο να επεξεργαστείς μέσα σου πράγματα. Συνήθως οι ηθοποιοί φοβούνται τις παύσεις πάρα πολύ, φοβούνται ότι δημιουργούν αμηχανία.
Αυτό σε επηρεάζει καθόλου και στη ζωή σου; Είσαι πιο ζεν αυτή την περίοδο; Πιο ζεν έτσι κι αλλιώς προσπαθώ να είμαι. Όταν δουλεύουμε έναν ρόλο, τον πάμε και στο σπίτι, τον έχουμε συνεχώς στο μυαλό μας. Είναι μια περίοδος, αυτή των προβών, που ο άλλος πρέπει να σε ξέρει καλά για να σε αντέξει. Μπορεί να είμαι σε ένα σπίτι με φίλους, να παίζουμε παιχνίδια και ξαφνικά να αφαιρεθώ και να σκέφτομαι το έργο. Γίνεται ασυναίσθητα, δεν το κάνεις επίτηδες. Θα κάνεις τα πάντα, θα πας για φαγητό, θα δεις φίλους, σύντροφο αλλά το μυαλό είναι εδώ. Επανέρχεσαι στην δική σου πραγματική, προσωπική κοινωνία μετά την πρεμιέρα, μην σου πω και κάνα μήνα μετά.
Τι άλλο κάνεις για να ξεφεύγεις από την ρουτίνα; Πέρσι ξεκίνησα για ένα χρόνο να πλέκω, έτσι χωρίς λόγο. Είναι πολύ χαλαρωτικό και κολλάω σε αυτό. Δεν έφτιαξα ρούχα, μόνο κουβερτούλες και τέτοια πράγματα. Όταν αποφασίζω να κάνω κάτι αγοράζω όλο τον εξοπλισμό. Κάνω χειροτεχνίες, το καλοκαίρι ασχολιόμουν με παλιά έπιπλα, τα έβαφα. Επίσης διαβάζω, βλέπω ταινίες και πολλές σειρές. Έχω δει τα πάντα από σειρές, προσπαθώ να κάνω αποτοξίνωση τώρα. Με αναστάτωσαν οι ξένες σειρές, πολύ ζηλεύω αυτές τις φοβερές παραγωγές. Βλέπεις αυτά και λες εμείς γιατί δεν μπορούμε; Εμάς ακόμη και τα σενάρια μας είναι πολύ συγκεκριμένα.
Την τηλεόραση που έχεις κάνει την έχεις ευχαριστηθεί; Όχι όλα. ‘Εχω κάνει και πράγματα που από την αρχή ήξερα ότι δε θα τα ευχαριστηθώ αλλά τα έκανα για δουλειά, για τριβή. Και κινηματογράφο θα ήθελα πολύ να κάνω, έχω χρόνια να κάνω. Μακάρι να μπορούσαμε να ζούμε από τις δουλειές μας στο θέατρο και στον κινηματογράφο, αλλά δεν γίνεται. Όσο μπορώ να κάνω στην τηλεόραση δουλειές που μου εξασφαλίζουν τα προς τα ζην τόσο μου διευρύνονται οι επιλογές στο θέατρο. Όχι πως στην τηλεόραση δεν ξοδεύουμε ενέργεια ή ό,τι κάνουμε δεν μας αρέσει. Για παράδειγμα, το παιχνίδι που κάνω τώρα με διασκεδάζει πολύ.
Αναφέρεσαι στο Ρουκ Ζουκ. Ναι, με διασκεδάζει πολύ. Τη Δευτέρα που είχα πάει στο γύρισμα προερχόμουν από ένα δύσκολο Σαββατοκύριακο, που πιέστηκα -από μόνη μου, δεν μου έφταιγε κανείς-στις πρόβες. Είχα επηρεαστεί πολύ, ήμουν πεσμένη και δεν είχα καμία όρεξη όταν έφτασα στο στούντιο. Με το που μπήκα μέσα έγινε κανονικά η εκπομπή και το βράδυ όταν τελειώσαμε συνειδητοποίησα ότι ήμουν καλά, γιατί είχε φύγει το μυαλό μου, είχα περάσει καλά. Έχει πλάκα το παιχνίδι κι έρχονται τόσα νέα παιδιά, που με χαλάρωσε.
Τα μεγάλα σόου ήταν κάτι τελείως διαφορετικό. Όλα αυτά τα live-υπερπαραγωγή πώς τα χειριζόσουν; Δεν ξέρω πού βρίσκω τα κότσια και τα κάνω. Όλοι μου λένε ότι είναι μια χαρά και φαίνεται ότι δεν έχω καθόλου τρακ. Μέσα μου όμως δεν υπήρχε αυτή η γαλήνη. Το live είναι απαιτητικό αλλά και πολύ καλή προπόνηση για να μάθεις να κάνεις τηλεόραση. Εμένα η τηλεόραση και τα live με έχουν βοηθήσει πολύ στο θέατρο, στην αμεσότητα, είμαι έτοιμη να σώσω τα πάντα. Θεωρώ ότι έχω αντίληψη πάνω στη σκηνή και ξέρω πού είμαι, τι κάνω και του γίνεται γύρω μου πάνω στη σκηνή. Αυτό είναι το θέατρο, μια ομαδική δουλειά. Εάν δεν είμαστε έτοιμοι να σώσει ο ένας τον άλλον, δεν μπορεί να βγει παράσταση.
Έχεις κάποιο απωθημένο; Κάτι που θα ήθελες πάρα πολύ να κάνεις επαγγελματικά; Δεν έχω γιατί δεν έχω μάθει τον εαυτό μου να έχει στόχους και να ονειρεύεται πράγματα. Είχες κάτι άλλο για μένα στο μυαλό σου, ε;
Τότε πώς το έχτισες όλο αυτό το «Ζέτα Μακρυπούλια»; Δεν ξέρω. Το έχτισα με πολύ κόπο, με πολλές φοβίες, με πολλά άγχη και με πάρα, πάρα, πάρα πολύ σκληρή δουλειά. Δεν σου λέω ότι δεν έχω καθόλου στόχους, μέσα από τις δουλειές γεννιούνται πράγματα και σιγά σιγά μπαίνω στη διαδικασία να τα βγάζω προς τα έξω και κατά ένα τρόπο να τα έλκω προς τα εμένα. Θα ήθελα, πάντως, να κάνω μια ξένη παραγωγή. Δεν λέω να κάνω καριέρα έξω αλλά γίνονται εδώ συνεχώς κάστινγκ.
Το κυνηγάς; Όχι. Θα μου πεις κι εσύ «πώς θα το κάνεις τότε;». Τώρα η ζωή μου είναι μόνο ο Γιούγκερμαν. Αφοσίωση, αφοσίωση που τη χαίρομαι.
Είσαι εργασιομανής; Είμαι, ναι. Δουλεύω από 13 χρονών και δεν ξέρω να είμαι αλλιώς. Δεν δούλευα βέβαια τότε όπως τώρα, ήμουν ενεργή στο σχολείο αλλά το γεγονός ότι έβγαζα δικά μου χρήματα ήταν ένα πολύ ωραίο συναίσθημα.
Έχεις σκεφτεί ποτέ ότι ίσως χάσεις την ανεξαρτησία σου; Ποτέ δεν θα γίνει αυτό, είμαι σαν ρομπότ. Έχω μάθει να βασίζομαι μόνο στον εαυτό μου.
Στα χρήματα ή και γενικότερα; Και γενικότερα, δύσκολα θα ζητήσω βοήθεια. Δεν είναι και φοβερά τιμητικό για μένα αυτό που σου λέω. Είμαι κλειστός άνθρωπος και πολύ μοναχικός παρότι είμαι συνέχεια με φίλους και χαχαχα και χουχουχου. Σπάνια θα ζητήσω βοήθεια. Επίσης, αν μου συμβαίνει κάτι μπορεί να μη το καταλάβεις. Βάζω τη μάσκα του «δεν έχω κάτι» και συνεχίζω.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στη Λίνα Ροκου στο popaganda.gr
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS
Aγορά εισιτηρίων: «Γιούγκερμαν»