Γιάννης Στάνκογλου
Μια εξαιρετική σχεδόν κινηματογραφική διασκευή από τον Στρατή Πασχάλη. Ξεκινάμε με τον Γιούγκερμαν, μεγάλο σε ηλικία, βαρύ, ταλαιπωρημένο, να επιστρέφει στον Πύργο του στη Φιλανδία. Και όλο το έργο μετά είναι ένα φλας μπακ σε αυτά που πέρασε και αυτά που έζησε. Με τον τρόπο που ο Δημήτρης προσεγγίζει το έργο του Καραγάτση, όλα συμβαίνουν μέσα στη μνήμη του. Σε ένα κομμάτι μεταξύ μνήμης και ονείρου. Για αυτό είναι και γρήγορο το μοντάζ της παράστασης, με 60 σκηνές. Από τον Πειραιά βρισκόμαστε στη Θεσσαλονίκη, αμέσως μετά στην Ακράτα, στο βαπόρι στη Μυτιλήνη. Προσπαθούμε να δώσουμε αυτή την αίσθηση της μνήμης που άλλοτε είναι ζωντανή και φωτεινή και άλλες φορές ξεθωριασμένη και πληγωμένη. Αυτές οι εναλλαγές, ατμοσφαιρικά και σκηνοθετικά, κρατούν τον θεατή σε εγρήγορση με πολλές σκηνές και γρήγορο μοντάζ ακολουθώντας πάντα τη δομή του Καραγάτση.
Τα πάω πολύ καλά με τον Φιλανδό. Χαρακτήρας θεατρικός με μεγάλη αξία. Ένας χαμαιλέοντας. Αριστοκράτης που έχει διαπράξει διάφορα εγκλήματα που τα κρύβει μέσα του όσο πιο βαθιά μπορεί. Όταν συναντά τη Βούλα και τον Μιχάλη αρχίζει να σκέφτεται λίγο το παρελθόν. Όλο αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να ανακαλύψω τις υποκριτικές μου αγωνίες, να διευρύνω το υποκριτικό κομμάτι. Καθώς είναι παρά πολλές οι σκηνές και τις ορίζει ο Γιούγκερμαν. Πρέπει σε κλάσματα του δευτερολέπτου να αλλάξει την ατμόσφαιρα και την ενέργεια. Αυτό με εξιτάρει και με γοητεύει πολύ.
Ο Καραγάτσης στο συγκεκριμένο βιβλίο έχει μεν πολύ ωραίες περιγραφές από τους τόπους και το κοινωνικό πλαίσιο, αλλά επί της ουσίας εμβαθύνει πολύ στο ψυχολογικό κομμάτι των χαρακτήρων του. Με 120 συνολικά χαρακτήρες, που είναι όλοι δομημένοι και έχουν λόγο ύπαρξης. Εμείς κρατάμε περίπου 60 χαρακτήρες με πολλαπλούς ρόλους από μερικούς ηθοποιούς. Κάτι που πιστεύω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον.
Αυτή την περίοδο έχω πει πολλά όχι. Θα πάμε μέχρι τον Μάιο με την παράσταση αυτή. Οπότε, κλεισμένα τα ρολά και Γιούγκερμαν. Να σου πω την αλήθεια το ήθελα, γιατί την περασμένη χρονιά έκανα 6 θεατρικές δουλειές μέσα σε ένα χρόνο και μάλιστα σε απαιτητικούς ρόλους.
Τελευταία μου κινηματογραφική συμμετοχή ήταν η ταινία του Στηβ Κρικρή «Τhe Waiter», που παίχτηκε στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης και απέσπασε 2 βραβεία. Μια πολύ ωραία ταινία, την είδα στη Θεσσαλονίκη, με ωραίο ρυθμό, ωραία ιστορία, ερμηνείες, μουσική. Είναι ένα νέο σινεμά και πιστεύω πως ο Στηβ Κρικρής έκανε μια δυνατή δουλειά που αξίζει τον κόπο να τη δει κάποιος.
Ακούγεται προς τα έξω το ελληνικό σινεμά. Αρχίζει κάτι να γίνεται. Είμαστε σε καλό δρόμο. Θέλουμε καλύτερα σενάρια, είναι η αλήθεια. Αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία μας τα τελευταία χρόνια θα έπρεπε να τα εξωτερικεύουμε και να μας απασχολούν περισσότερο. Απλώς ακολουθούμε ακόμη σε πολλά πράγματα το τι συμβαίνει έξω. Δεν έχουμε βρει ακόμη την ταυτότητά μας. Αλλά θα γίνει κι αυτό.
Είμαι μπαμπάς δύο παιδιών. Από αυτά παίρνω την ενέργεια όταν γυρνάω, να παίξω μαζί τους, να τα αγκαλιάσω, να μιλήσουμε, να κοιταχτούμε στα μάτια. Αυτή είναι η προτεραιότητά μου πια και αυτή είναι η χαλάρωσή μου. Από εκεί και πέρα θα δω και μια ταινία, θα ακούσω μουσική, θα πάω με τη μηχανή μια βόλτα να ρίξω μια ματιά στη θάλασσα. Όλα αυτά είναι ωραία.
Θάλεια Σταματέλου
Από τις 24 Αυγούστου έχουμε ξεκινήσει να δουλεύουμε. Με τον Δημήτρη Τάρλοου προκύπτουν συνεχώς πράγματα στην πρόβα. Αλλά δοκιμάζονται όλα επί σκηνής πρώτα.
Ο Γιούγκερμαν λίγο πριν τον θάνατό του αναπολεί σκηνές από τη ζωή του με θραυσματική ροή. Μεταξύ ονείρου και εφιάλτη. Μια σκηνή μπαίνει μέσα στην άλλη σαν να ξεπηδούν αναμνήσεις.
Μιλάει για την Ελλάδα του μεσοπόλεμου. Για έναν ξένο άνθρωπο. Έναν Φιλανδό ευγενή που έρχεται στον Πειραιά του ’30. Τελείως ξένο σώμα. Καταφέρνει να προσαρμοστεί και να ανελιχτεί οικονομικά και κοινωνικά. Γίνεται υπάλληλος τραπέζης και στο τέλος με την καπατσοσύνη του γίνεται διοικητής. Όσο κερδίζει εξουσία τόσο πιο δυστυχής γίνεται μέσα του. Σκιαγραφείται σε ένα βαθμό η Ελλάδα του τότε. Ο τρόπος που λειτουργούσαν τα πράγματα, οι συνήθειες των ανθρώπων, ο ηθικός κώδικας. Για παράδειγμα, τη Βούλα την έχουν αρραβωνιάσει με κάποιον και δεν μπορεί να πει όχι. Οπότε είναι τρομερή πράξη επανάστασης το όχι.
Μου αρέσει πολύ το έργο. Είναι κάτι που με συγκινεί. Θέλω όσο μπορώ καλύτερα να το μεταδώσω αυτό που είναι η Βούλα. Ο Δημήτρης λέει ότι η Βούλα εκπροσωπεί μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Διαθέτοντας μια αφέλεια, μια αγνότητα, μια ακεραιότητα. Εκπροσωπεί κάτι που μέσα μας αναπολούμε λίγο κατά κάποιο τρόπο. Εκπροσωπεί κάτι καθαρό και ακέραιο, που πάντα νομίζουμε ότι έχουμε χάσει. Ή μπορεί να είναι εδώ και να μην το βλέπουμε.
Με το που τελειώσαμε τη σχολή είχα την τύχη να κάνουμε στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής τον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Γιάννη Χρήστου. Γραμμένο σε παρτιτούρα. Τρομερή εμπειρία.
Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε το μικρόβιο του θεάτρου. Ο πατέρας μου (Παντελής Σταματέλος) είναι βιολιστής στη Λυρική, είχε συνεργαστεί με τον Μάνο Χατζιδάκι, ήταν στην Ορχήστρα των Χρωμάτων, στην Ορχήστρα της ΕΡΤ. Έτσι πήγαινα συχνά στην όπερα. Με μάγευε όλο αυτό. Πήγαινα στις γενικές στη Λυρική και τα καλοκαίρια στο Ηρώδειο. Η μητέρα μου είναι γιατρός αλλά είναι πολύ φιλότεχνη και πηγαίναμε συχνά στο θέατρο. Δεν ξέρω πότε σκέφτηκα να γίνω ηθοποιός. Ήταν μετά την απόφασή μου να ακολουθήσω την αρχιτεκτονική. Μου φαινόταν μαγικό να βρεθώ στα παρασκήνια ή να δω τι γίνεται πίσω από τη σκηνή. Ήταν σαν θαύμα. Θυμάμαι, στο Ηρώδειο, μπαίναμε μέσα από την ορχήστρα στη σκηνή για να χαιρετήσουμε τον μπαμπά και ήταν για μένα ένας άλλος κόσμος. Στον τέταρτο χρόνο της αρχιτεκτονικής, μπήκα στο Εθνικό. Από τότε δουλεύω στο θέατρο. Παράλληλα προσπαθώ να τελειώσω και τη σχολή.
Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος. Όταν πρωτομπήκα στην αρχιτεκτονική κατασκήνωσα μια περίοδο στο Άστυ βλέποντας τρεις ταινίες τη μέρα στη σειρά, για να δω τους κλασικούς. Είχα τρομερή περιέργεια. Σκηνοθέτες όπως ο Μπέργκμαν και ο Βισκόντι είναι από τους αγαπημένους μου. Όπως και ο Καουρισμάκι. Και γενικότερα ο κινηματογράφος της Βόρειας Ευρώπης. Αυτή τη στιγμή με γοητεύει ιδιαίτερα το ιρανικό σινεμά. Ό,τι και να δω, υπάρχει κάτι πολύ επείγον που τους οδηγεί εκεί. Κάτι τους καίει. Επειδή δεν μπορούν να εκφραστούν. Οι ταινίες τους είναι σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί.
Αυτή την περίοδο είμαι στα γυρίσματα της νέας σειράς της ΕΡΤ «Η Ζωή εν τάφω» του Στ. Μυριβήλη, 16 επεισοδίων. Μου αρέσει πολύ η διαδικασία γιατί γυρίζεται από τον Τάσο Ψαρρά με πολύ κινηματογραφικό τρόπο.
Στο ελληνικό σινεμά έχω δει πράγματα που μου αρέσουν και πράγματα που δεν με αγγίζουν. Υπάρχουν δουλειές με προοπτική που δεν υποστηρίχτηκαν και δουλειές που υποστηρίχτηκαν φουλ χωρίς περιεχόμενο. Πρόσφατα είδα ταινίες μικρού μήκους στο Τριανόν από το Φεστιβάλ της Δράμας. Μπορώ να πω ότι πολλές από αυτές, όπως το «Κιόκου πριν έρθει το καλοκαίρι», μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Έχουμε πολύ καλούς σκηνοθέτες. Θα ήθελα πολύ να δω μια ταινία να απεικονίσει την ελληνική πραγματικότητα. Όχι αυτό που θέλουμε να είναι η πραγματικότητα. Ωραίο και το weird wave, αλλά δεν με αγγίζει προσωπικά. Μπορώ να δω την αλληγορία που έκανε ο Λάνθιμος στο «Κυνόδοντα» για τη σχέση με την πραγματικότητα. Τη θεωρώ καλή ταινία.
Η Ελλάδα περνάει μια φάση που αξίζει να την υμνήσει κάποιος μέσα από το σινεμά. Βγαίνεις μια βόλτα στο κέντρο και συμβαίνουν τόσο πολλά πράγματα με κινηματογραφικό τρόπο που δεν τα προλαβαίνεις. Και όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στην επαρχία.
Ακούγονται και αυτά τα διάφορα, Ελλάδα το νέο Βερολίνο που είναι λίγο αστείο. Υπάρχουν σίγουρα κάποια κοινά στοιχεία, μια κινητικότητα, μια ζωντάνια. Εδώ μπορείς να κάνεις πράγματα, γίνονται στο θέατρο πολύ ωραίες δουλειές, αλλά οικονομικά είναι δύσκολα. Υπάρχει και κορεσμός, παράλληλα. Και μαζί μεγάλη αστάθεια.
Διαβάστε τη συνέντευξη στον Γιώργο Δημητρακόπουλο στην Athens Voice