Βάσια, Βούλα, Λίλη, Καραμάνος. Τα ονόματα των ηρώων του Καραγάτση ακούγονται διαρκώς αυτό το απόγευμα στη σκηνή του «Πορεία». Οχι μόνο γιατί η πρόβα του πολυαναμενόμενου «Γιούγκερμαν» βρίσκεται σε εξέλιξη αλλά γιατί ο σκηνοθέτης της Δημήτρης Τάρλοου αποκαλεί τους ηθοποιούς του με τα ονόματα των χαρακτήρων που υποδύονται, σε μια προσπάθεια να ταυτιστούν μαζί τους.
Εχοντας μπει για τα καλά στον κόσμο του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν και βαδίζοντας στην τελική ευθεία των προετοιμασιών για την πρεμιέρα της παράστασης, ο Δημήτρης Τάρλοου καταδύεται ολοένα και βαθύτερα στην προβληματική του Μ. Καραγάτση – έχουν προηγηθεί η «Μεγάλη Χίμαιρα» και το «Ευχαριστημένο» - αυτή τη φορά στην μεγαλύτερη και πιο δαπανηρή παραγωγή που έχει υπογράψει τα τελευταία χρόνια.
Γεύση από πρόβα
Τράπεζα, καμπαρέ, λιμάνι, μικροαστική κατοικία. Μεσοπολεμικός Πειραιάς, Επαναστική Μόσχα Μόσχα, ψυχρό Τάμερφορς. Ελλάδα, Ρωσία, Φινλανδία. Λίγες σκηνές από την προετοιμασία του «Γιούγκερμαν» μετά κι από τα μάτια σου – φαντασιακά έστω – έχουν περάσει τόποι και συνθήκες που απηχούν μιαν άλλη εποχή. Το σύμπαν του Φινλανδού κόμη, «αλήτης και μαζί αριστοκράτης» όπως τον χαρακτηρίζει ο Δημήτρης Τάρλοου, κατασκευάζει ένα θεατρικό τοπίο μεγάλων αντιθέσεων και γρήγορων εναλλαγών. «Ενας άνθρωπος βρίσκεται σε όνειρο! Βγάλτον από το όνειρο!» ζητεί ο σκηνοθέτης κάνοντας εξ αρχής κατανοητό πως η παράσταση του θα στηθεί σαν ένα φιλμ άναρχων αναμνήσεων από την πολυτάραχη ζωή του Γιούγκερμαν.
«Θα ξαναφτιάξετε τη ζωή σας εδώ από την αρχή» ακούγεται να λέει, μόλις πέσει ξανά σιωπή στην πρόβα, ο Δημήτρης Πετρόπουλος στον Γιούγκερμαν του Γιάννη Στάνκογλου. Τώρα, βρισκόμαστε μεταπολεμικά στην Αθήνα όπου ο Γιούγκερμαν προσλαμβάνεται στην τράπεζα «με μισθό 400 δραχμών» για να διαγράψει σύντομα μια λαμπρή καριέρα.
Λίγο αργότερα στο πιάνο θα παίζει ένα ρομαντικό μελαγχολικό βαλς για να χορέψουν οι Δανάη Σαριδάκη και η Καίτη Μανωλιδάκη και θα τις διαδεχθεί, σε άλλο κλίμα, η Ζέτα Μακρυπούλια τραγουδώντας στα γαλλικά, αγνώριστη κάτω από μια γκρίζα περούκα.
Ενα – ένα τα κομμάτια από το παζλ της ζωής του γοητευτικού τυχοδιώκτη ανασυντίθεται επί σκηνής.
Το έργο
Ο βίος και η πολιτεία του Βασίλη Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν. Ενα από τα πλέον διακεκριμένα μυθιστορήματα της νεοελληνικής γραμματείας με τη βαρύτητα της υπογραφής του Μ. Καραγάτση βρίσκει για πρώτη φορά το δρόμο προς τη σκηνή. Εξοικειωμένος με τον κόσμο του Καραγάτση, ο Δημήτρης Τάρλοου, επανέρχεται – μετά το θρίαμβο της «Μεγάλης Χίμαιρας» - στη συναρπαστική βιβλιογραφία του παππού του, με το έργο που συμπληρώνει την τριλογία «Εγκλιματισμός κάτω από το Φοίβο». «Ενα έργο βαθιά ψυχαναλυτικό» όπως το χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης του ορμώμενο από την περιπετειώδη ζωή ενός γόνου φινλανδικής αριστοκρατικής οικογένειας που, αποξενωμένος, τραυματισμένος από εκείνην, κατέφυγε στη Ρωσία για να καταταγεί στον αυτοκρατορικό στρατό, να ζήσει εκ των έσω τη βία της Ρωσικής Επανάστασης και να καταλήξει στην Ελλάδα όπου διακρίνεται σε υψηλόβαθμο στέλεχος αθηναϊκής τράπεζας. Από την εξέγερση των Μπολσεβίκων και το τσαρικό καθεστώς στην μεσοπολεμική ελληνική πραγματικότητα, δηλαδή.
Το χρονικό αυτής της σκοτεινής εποποιίας «διερευνά την εμπειρία της περιπλάνησης και του τυχοδιωκτισμού, την αναζήτηση της ταυτότητας του ανθρώπου μέσα από την οικογένεια του, τη διεφθαρμένη σεξουαλικότητα για να κορυφωθούν όλα αυτά στην αναζήτηση της άπιαστης αγάπης. Ο Γιούγκερμαν μου θυμίζει την περιπέτεια του Πέερ Γκιντ γιατί έχει την ίδια ορμή της νιότης και φαντασιώνεται μια αχαλίνωτη ζωή. Στο τέλος, θα συνειδητοποιήσει το σύντομο του βίου, πως τη ζωή την πίνουμε στο ποτήρι κι όταν τελειώνει, τι μένει; Ολα στη ζωή είναι φευγαλέα, “η μοίρα της ζωής είναι ο θάνατος” όπως λέει χαρακτηριστικά και ο Καραμάνος στο έργο. Ακόμα κι αν, όπως ο ακόρεστος, τολμηρός και κυνικός Γιούγκερμαν, καταφέρουμε να βρούμε τη θέωση στο πιο απροσδόκητο μέρος» εξηγεί ο Δημήτρης Τάρλοου.
Το εγχείρημα που δοκιμάζει στο θέατρο «Πορεία», ωστόσο, δεν περιορίζεται στο βασικό πεζογράφημα του «Γιούγκερμαν» αλλά και στα «Στερνά» του που ο Καταγάτσης έγραψε δύο χρόνια αργότερα, το 1940 – μολονότι πλέον κυκλοφορούν σε ενοποιημένη έκδοση (Εστία).
Σύμμαχος του Τάρλοου στη μεταφορά της εικονοκλαστικής γραφής του Καραγάτση είναι ο ποιητής Στρατής Πασχάλης που ανέλαβε, όπως και στη «Μεγάλη Χίμαιρα», τη διασκευή του. «H διασκευή ανασυνθέτει τα βιογραφικά γεγονότα του μυθιστορήματος σ’ ένα σκηνικό ονειρόδραμα που συνδυάζει το ρεαλιστικό και το παράδοξο, το ποιητικό και το γκροτέσκο» εξηγεί ο τελευταίος, αντλώντας την έμπνευση της σύνθεσης του από τον τρόπο γραφής του ίδιου του Καραγάτση στα «Στερνά του Γιούγκερμαν»: «Ενα παραλήρημα εικόνων, γεγονότων και προσώπων όπου η φαντασία δρα ελεύθερα και υπονομεύει την πραγματικότητα. Όλο το έργο είναι ένα τεράστιο φλας μπακ που καταλήγει στην αποκάλυψη ενός γεγονότος από το παρελθόν».
Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί
Η πινακοθήκη ηρώων που φιλοτεχνεί ο Καραγάτσης είναι σχεδόν ντοστογιεφσκικής υφής. Κι έτσι τα πρόσωπα του «Γιούγκερμαν» δεν θα μπορούσαν παρά να λειτουργήσουν ως γόνιμο πεδίο κατά τη συνάντηση τους με τους ηθοποιούς. Οι 107 χαρακτήρες που παρελαύνουν από τον καραγατσικό μύθο συμπυκνώνονται, επί σκηνής, σε 70, επιφορτίζοντας σχεδόν όλο τον 23μελή θίασο με την ερμηνεία δύο ρόλων και πάνω. Ολοι δούλοι των ορμών και των ενστίκτων τους, δίνουν την ηθική τους πάλη κι αυτό τους κάνει τρομερά πειστικούς και αληθινούς. «Είναι ένα πραγματικό ταξίδι στην ανθρώπινη ύπαρξη αυτός ο ήρωας και όχι μόνο αυτός» λέει ο Γιάννης Στάνκογλου που υποδύεται τον επώνυμο ρόλο. «Δεν είναι μονοδιάσταστος, έχει τόσες διαφορετικές όψεις, είναι ένας χαμαιλέων της ζωής κι αυτό με αναγκάζει να ανακαλύψω υποκριτικά τα όρια μου. Σίγουρα δεν έχω ξανακάνει κάτι αντίστοιχο μέχρι τώρα» ομολογεί.
Ο Στάνκογλου μαζί με το Χρήστο Μαλάκη που υποδύεται τον συγγραφέα Καραμάνο (έναν αντικατοπτρισμό που κάνει ο Καραγάτσης για τον ευατό του) και τη Θάλεια Σταματέλου (που ερμηνεύει τη Βούλα, το νεαρό έρωτα του Γιούγκερμαν) είναι οι μοναδικοί τρεις βασικοί πρωταγωνιστές της διανομής που αναλαμβάνουν μόνον ένα ρόλο. Η Ζέτα Μακρυπούλια που ακροβατεί στο δίπολο Νταϊάνας και Λίλη, αποστασιοποιημένης μητέρας και φλογερής ερωμένης του Γιούγκερμαν αντίστοιχα, παρατηρεί πως ο ένας ρόλος δεν είναι άμοιρος του άλλου. «Εχουν μια συγγένεια μεταξύ τους, είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, εκπροσωπούν το Καλό και το Κακό κι αυτό τελικά με οδηγεί από τον ένα ρόλο στον άλλο».
Για τον Γιάννη Νταλιάνη που μοιράζεται μεταξύ τριών ηρώων, οι χαρακτήρες του Καραγάτση είναι εντυπωσιακά ολοκληρωμένοι. «Συναντάει κανείς βάθος σ' αυτούς – βοηθάει βεβαίως και ο Καραγάτσης που μας δίνει αρκετές πληροφορίες. Ετσι όταν καλούμαστε να περάσουμε από τη μια ερμηνεία στην άλλη πρέπει να φέρουμε και ολόκληρο τον κόσμο του καθενός μαζί μας, να φέρουμε το παρελθόν και το βίωμα του. Κι αυτό είναι αρκετά απαιτητικό. Ευτυχώς, οι ρόλοι που έχει αναλάβει ο καθένας μας συνδέονται με κάποιο τρόπο από μια περίεργη συνάφεια» παρατηρεί.
Η συνάφεια μάλιστα δεν σταματάει εδώ. Ο Χρήστος Μαλάκης, μετά το «Ευχαριστημένο» ξανασυναντά τον συγγραφέα Καραγάτση και τον ήρωα Καραγάτση και δεν κρύβει την έκπληξη του. «Σχεδόν όλα τα πρόσωπα του έργου σκαλίζουν τη σκοτεινή μας πλευρά κι αυτό είναι μεγάλη πρόκληση. Ειδικά ο Καραμάνος που ως δούλος του πυρετού της σκέψης του αδυνατεί να βρει νόημα και χαρά στη ζωή».
Στον αντίποδα η Θάλεια Σταματέλου- άρτι αφηχθείσα από το Εθνικό Θέατρο ως αριστούχος απόφοιτη - ενσαρκώνει το ιδεώδες της καλοσύνης. «Η Βούλα είναι ιδέα, σχεδόν δεν υπάρχει αφού η ακεραιότητα της είναι υποδειγματική, σπάνια. Συγκεντρώνει τα έντονα τα χαρακτηριστικά μιας παιδικότητας που όλοι εξορίζουμε μεγαλώνοντας. Και είναι ο μεγάλος έρωτας του Γιούγκερμαν που ως παιδί δεν πήρε αγάπη, έζησε μια τραυματική παιδική ηλικία».
Κάθε συνάντηση με τους ήρωες του Καραγάτση είναι ένα ταξίδι ωριμότητας και συνειδητότητας στο χρόνο. Κι ίσως αυτό να είναι το μεγαλύτερο στοίχημα των ηθοποιών αφού καλούνται να παρακολουθήσουν την ψυχολογική εξέλιξη τους ανά τις δεκατίες μέσα σε μια παράσταση τριών ωρών.
Η σκηνοθεσία
Παρά τις, εν αφθονία, παγίδες που κρύβει η θεατροποίηση ενός εμβληματικού μυθιστορήματος, ο Δημήτρης Τάρλοου δεν αναζητά τρόπο για να τις αποφύγει. «Δεν πρέπει να κάνεις Τέχνη προσπαθώντας να αποφύγεις λάθη. Η τέχνη είναι ο πιο αληθινός δρόμος προς τα πράγματα. Πόσω μάλλον όταν στηρίζεται στην τέχνη κάποιων άλλων δίνοντας τροφή για να κάνουμε τέχνη εμείς» τονίζει.
Το συνονθύλευμα χαρακτήρων και γεγονότων που αφηγείται ο «Γιούγκερμαν», και η ταχύτητα με την οποία διαδέχονται το ένα το άλλο ωστόσο, τον έβαλαν σε μια άλλη διαδικασία αφήγησης. Αντλώντας από τη διασκευή του Στρατή Πασχάλη, η παράσταση λειτουργεί σαν ένα συνεχές flash back, ένα παιχνίδι αναμνήσεων του κεντρικού ήρωα πριν πεθάνει. «Θα ήθελα να δοθεί η εντύπωση πως όλα συμβαίνουν στο μυαλό του Γιούγκερμαν» εξηγεί.
Κατά συνέπεια, απομακρύνεται εντελώς από τη τακτική της γραμμικής αφήγησης ή της παράθεσης σκηνών και μέσα από ένα γρήγορο, κινηματογραφικό ρυθμό μετακινεί τη ματιά του ανάμεσα σε τόπους, χρόνους και πρόσωπα. Τεμαχίζει την παράσταση σε σύντομες σκηνές - στιγμιότυπα ζωής που αγγίζουν στο σύνολο της, τις 50!
Την ίδια ώρα, αξιοποιώντας την πρωτότυπη μουσική σύνθεση της Κατερίνας Πολέμη συντηρεί σε όλη τη διάρκεια της παράστασης ένα μόνιμο ηχοτοπίο με σκοπό να ενισχύσει τον παραισθητικό τρόπο της αφήγησης. Η μουσική βεβαίως, έχει μια άμεση σύνδεση με την αφήγηση και τη δραματουργία αφού όλοι οι ηθοποιοί τραγουδούν, χορεύουν και παίζουν μουσικά όργανα.
Η αισθητική της παράστασης
Το επιβλητικό ασπρόμαυρο μάρμαρο που έχει ντύσει το σκηνικό του «Πορεία» (σκηνογραφία Ελλη Παπαγεωργακοπούλου) δίνει ακαριαία την εντύπωση μιας συμπαγούς μεγαλοπρέπειας – την οποία ο φωτιστικός σχεδιασμός του Αλέκου Αναστασίου θα εμπλουτίσει με χρώμα.
Αυτό θα είναι το κυρίαρχο μοτίβο στην όψη της παράστασης – παραπέμποντας στον πύργο του Τάμερφορς, το “πατρικό” τρόπον τινά του Γιούγκερμαν. Παρόλα αυτά τα επίπεδα δράσης θα είναι πολλά (κυλιόμενοι διάδρομοι, κρυφοί χώροι) και θα ενεργοποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε σκηνής – ανεβάζοντας το βαθμό τεχνικών δυσκολιών.
Κατά τα άλλα, τα σκηνικά αντικείμενα θα είναι λιγοστά και θα χρησιμοποιούνται για να δώσουν το στίγμα ενός τόπου και μιας εποχής. Στη σκηνή ωστόσο, θα υπάρχει μόνιμα ένα κρεβάτι, που θα συνοψίζει την ερωτική επιθυμία ως μοχλό κίνησης του Γιούγκερμαν.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο της Στέλλας Χαραμή στο monopoli.gr
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Πηγή: monopoli.gr