Μεταπλάθοντας σε δραματικό τον πεζό αφηγηματικό λόγο ο διασκευαστής- λογοτέχνης εισέρχεται αναπόφευκτα σε μια διαδικασία διήθησης με βάση και προσωπικά, υποκειμενικά δεδομένα. Σε ένα σημαντικό βαθμό «οικειοποιείται» το αρχικό κείμενο, το μεταγράφει συνδιαλεγόμενος με το πρωτότυπο, ενώ παράλληλα μεταφέρει τις δικές του επιλογές καθώς επιζητεί να πετύχει μια ισορροπημένη φόρμουλα του αναπαραστάσιμου δραματικού λόγου. Εντούτοις, όπως συμβαίνει και με το θεατρικό έργο, το ζητούμενο δεν είναι το κείμενο αλλά η σκηνική του απόδοση: η παράσταση. Δεν απευθύνεται σε αναγνώστες, αλλά σε θεατές.
Στην περίπτωση της παράστασης με τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση είχα την οξύμωρη αίσθηση ότι την προσωπικότητα του έμπειρου λογοτέχνη Στρατή Πασχάλη επισκιάζει η προσωπικότητα και η έντονη άποψη του σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου. Ενδεχομένως να είναι κι ένα είδος προκατάληψης, που βασίζεται στη γνώση ότι είναι εγγονός του συγγραφέα. Εκτός από τη γενετική σχέση και τη λειτουργία των γονιδιακών μηχανισμών, είναι η βαθιά και βιωματική μελέτη του έργου και της κοσμοθεωρίας του Καραγάτση, ενώ είχε και την ευχέρεια να εντάξει ψηφίδες του ψυχολογικού μωσαϊκού του παππού του, παρά το γεγονός ότι τον γνώρισε μόνο μέσα από τις οικογενειακές αφηγήσεις.
Ο Τάρλοου βρίσκει τρόπο να καθοδηγήσει τον θεατή μέσα από τη δική του ερμηνεία του καραγατσικού σύμπαντος. Έχεις την αίσθηση ότι σχεδόν σε παίρνει από το χέρι σε μια κυνική εσωτερική διαδρομή όπου εξετάζεται κλινικά η πολυπλοκότητα και η ματαιότητα της ανθρώπινης συνθήκης. Είναι μια «γεωμετρική» σκηνοθεσία που τονίζει τις τριγωνικές ερωτικές σχέσεις, την κυκλική αντίληψη του αναπόφευκτου και της αλυσιδωτής διαδοχής των εξελίξεων, την τετράγωνη ανάλυση των ψυχολογικών και κοινωνιολογικών αιτιών των δραματικών συγκρούσεων.
Ωστόσο, κάθε άλλο παρά μας σερβίρει μασημένη την ουσία του μυθιστορήματος του Καραγάτση. Διότι εντέλει μας οδηγεί στα ίδια ερωτήματα. Με αποστασιοποιημένη ψυχραιμία προτάσσει την απέχθεια και την πικρία για την πραγματικότητα και ασκεί κριτική στη μάστιγα του υποκριτικού ιδεαλισμού. Παράλληλα, μεγεθύνει τις φαντασιώσεις, τα πάθη, τις εντάσεις, τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ψυχής και κηρύσσει ανένδοτο αγώνα κατά της επάρατης ρουτίνας. Το έργο δεν καταδικάζει, ούτε υπερασπίζεται την ηρωίδα, Μαρίνα Μπαρέ, η οποία μέχρι το τέλος παραμένει ένα αίνιγμα, παρότι και ο Καραγάτσης, σαν άλλος Φλωμπέρ θα μπορούσε να αναφωνήσει «η Μαρίνα Μπαρέ είμαι εγώ».
Η εμβόλιμη προσθήκη του συγγραφέα ως μυστηριώδους αγνώστου, ενσαρκωμένου από τον ίδιο τον εγγονό του και προερχόμενου από την πρώτη σειρά της πλατείας είναι μια αναφορά και στη φήμη ότι τα εξιστορημένα βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Παράλληλα, σπάζει τον τέταρτο τοίχο και μαζί τις συμβάσεις της παθητικής θέασης, δίνοντας έναν πιο ρεαλιστικό τόνο στην παράσταση. Την ίδια στιγμή, η χρήση των κινηματογραφικών στοιχείων του Χρήστου Δήμα βαθαίνει τη δράση και λύνει αρκετές σπαζοκεφαλιές σε σχέση με τη δραματοποίηση του αρχικού κειμένου.
Ο λόγος είναι το σκληρό κέλυφος που προστατεύει το όλο σκηνοθετικό εγχείρημα, εντούτοις η συναισθηματική σύνδεση με το ουσιαστικό περιεχόμενο επιτυγχάνεται χάριν της επιμελούς υποκριτικής εργασίας των ηθοποιών. Εστιάζω στην πρωταγωνίστρια Αλεξάνδρα Αϊδίνη που αποτύπωσε άψογα τον μποντλερικό αφορισμό για την «τυραννία του ανθρώπινου πάθους», μαζί με την ετερότητα και τις νευρώσεις της ηρωίδας της, την ψυχοκοινωνική εξέλιξη ενός ενοχικού χαρακτήρα μέσα σ’ ένα συγκρουσιακό περιβάλλον. Παράλληλα, αποτέλεσε το βασικό όχημα για τη μεταφορά των προθέσεων του συγγραφέα, του διασκευαστή και του σκηνοθέτη σχετικά με την προοικονομία της πλοκής, αλλά και των κοινών τους στοχασμών για το γυναικείο ερωτικό πρόβλημα και τις επιρροές των δυτικών προτύπων στους αυτόχθονες προβληματισμούς.
Διαβάστε την κριτική του Γιώργου Σαββινίδη στον Φιλελεύθερο
Αγορά Εισιτηρίων: H Μεγάλη Χίμαιρα Περιοδεία