Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

20 Απριλίου 2018
Δημήτρης Τάρλοου: “Θέλω τον έρωτα ζωντανό στη σκηνή”
article image
ΑΡΘΡΑ

Η Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου η παράσταση σταθμός για το θέατρο Πορεία, με περισσότερες από 300  παραστάσεις και 100.000 θεατές, διακρίσεις και βραβεύσεις, συνεχίζει, με αλλεπάλληλα sold-out στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, την επιτυχημένη της πορεία που οδήγησε στην προσθήκη δύο νέων επιπλέον παραστάσεων το Σάββατο 21/4 στις 5.00 μ.μ. και την Δευτέρα 23/4 στις 8.30 μμ.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του Θεάτρου Πορεία, Δημήτρης Τάρλοου, μοιράζεται μαζί μας την ιστορία αυτού του συναρπαστικού ταξιδιού που ξεκίνησε πριν τέσσερα χρόνια. Η πρόκληση, το ρίσκο, η απόφαση, οι δυσκολίες, το όραμα και η σκηνοθετική του προσέγγιση, γίνονται το αντικείμενο της συζήτησής μας, σε μια συνάντηση όπου αποκαλύπτονται και μικρά μυστικά για τη νέα παράσταση του χειμώνα, τον Γιούγκερμαν, με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Στάνκογλου. Μια συνομιλία ανάμεσα στη σκέψη του Καραγάτση και τη σύγχρονη ματιά του σκηνοθέτη, μέσα από μια ψυχαναλυτική σχεδόν διαδικασία, λίγο πριν η Χίμαιρα συνεχίσει την περιοδεία της σε Ιωάννινα, Κέρκυρα, Κύπρο, Μυτιλήνη, Πάτρα, Κρήτη και Βρυξέλλες μιλά για τη μεταφορά ενός εμβληματικού μυθιστορήματος στη θεατρική σκηνή. Κάτι που, συχνά, γίνεται θέμα συζήτησης και κριτικής από φανατικούς αναγνώστες λογοτεχνικών κειμένων.

«Ξεχωρίζω τη λειτουργία της λογοτεχνίας, όπου μοναδική και κυρίαρχη είναι η πρόθεση του συγγραφέα, από αυτή του θεάτρου που αποτελεί μια ζωντανή πράξη, η οποία απαιτεί από τους ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές της να δημιουργήσουν ένα νέο συμβάν. Ένα ζωντανό δρώμενο που σκοπό έχει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή. Ο βαθμός σύνδεσης με το αρχικό έργο είναι σχετικός και εξαρτάται από το είδος του έργου και την επιθυμία του σκηνοθέτη, ο οποίος έχει το «νόμιμο» δικαίωμα να προσεγγίσει με ελευθερία την αφήγηση της ιστορίας, αποδίδοντάς τη με γοητευτικό τρόπο. Η συμβολή του Στρατή Πασχάλη στη διασκευή του συγκεκριμένου έργου ήταν σαφώς καθοριστική, αφού, εκτός άλλων, τυχαίνει να είναι φίλος της οικογένειας Καραγάτση και γνώστης του έργου και της ιδιοσυγκρασίας του.

Η τελική μορφή αυτής της παράστασης, αυτού του νέου έργου, όπως πλέον παρουσιάζεται στο κοινό, βασίζεται στην μείξη κινηματογράφου και θεάτρου. Η κινηματογραφική παρέμβαση ήταν απαραίτητη. Στα 17 λεπτά της εξαιρετικής αυτοτελούς ταινίας του Χρήστου Δήμα, με την ατμόσφαιρα ενός film noir υψηλής αισθητικής, περνούν ως flash back, πολύτιμες πληροφορίες για το παρελθόν της ηρωίδας, αλλά και καθοριστικές στιγμές και πρόσωπα της ζωής της. Σε μια αφήγηση που ακροβατεί ανάμεσα στην αίσθηση και την παραίσθηση, όπου οι προσωπικοί εφιάλτες σκιάζουν την ικανότητα να ζήσει τον έρωτα και τον ανταλλάσσει ή συγχέει με το πάθος και την ηδονή,  ξετυλίγεται στη μεγάλη οθόνη, ένα κείμενο που αντιστοιχεί σε 70 σελίδες και φυσικά, φέρνοντας στη σκηνή τους ηθοποιούς που για πρακτικούς λόγους θα ήταν δύσκολο να είναι κάθε φορά παρόντες (συν σκηνικών).

Παρατίθενται δεδομένα που αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της. Τη σχέση με τη μητέρα της και την πορνικότητα της και το πώς αυτό, τη στοιχειώνει, την ακολουθεί και την κάνει να λειτουργεί συχνά με τον ίδιο τρόπο απέναντι στους άντρες. Κάτι που ίσως την κάνει λιγότερο θελκτική και σαφώς αμφιλεγόμενη. Τα κινηματογραφικά κομμάτια μπαίνουν κάθε φορά με ακρίβεια δευτερολέπτου, συνδέοντας παρελθόν και παρόν και τα κοντινά πλάνα κάνουν τη μορφή της οικεία. Συστήνουν στον θεατή, το όμορφο, αινιγματικό πρόσωπο το οποίο αποτυπώνεται στη μνήμη του. Το βλέμμα της τον συνοδεύει καθ’ όλη την παρακολούθηση της παράστασης. Μια περσόνα εμπνευσμένη από την Ιζαμπέλ Ιπέρ. Ένας σχεδιασμός που στοχεύει στο να προσφέρει μια καινούρια εμπειρία, μέσα από τη θεατρική πράξη. Αν κάποιος θέλει να «διαβάσει» αυτούσια τη λογοτεχνία στη σκηνή, καλύτερα να διαβάσει ακόμη μία φορά, το ίδιο το βιβλίο».

Η χρήση γαλλικής, αγγλικής γλώσσας, αλλά και αρχαίων ελληνικών (με υπέρτιτλους) σε κάποιες σκηνές, όπως π.χ. στη μοιραία γνωριμία με τον Μηνά, αντί της μεταφρασμένης απόδοσής τους, προσδίδει έναν σκηνικό ρεαλισμό, μας μεταφέρει νοερά στον αυθεντικό χώρο και τον χρόνο. Σκέφτηκε πως, ίσως, θα ήταν ρίσκο; Πως λειτουργεί ο ίδιος, όταν μεταφράζει έργα τα οποία ανεβάζει;

«Βρίσκω γοητευτικό δύο άνθρωποι που ξεκινούν μια γνωριμία χρησιμοποιώντας ο καθένας διαφορετική γλώσσα, μετά από αυτή την σχετική δυσκολία συνεννόησης να βρίσκουν προοδευτικά λύση, μέσω των αρχαίων ελληνικών. Η γλώσσα αυτή καθ’ αυτή δεν είναι το σημαίνον στο θέατρο. Έχω παρακολουθήσει τετράωρη παράσταση στα λιθουανικά (τα οποία δε γνωρίζω) και αυτό δεν με εμπόδισε να την καταλάβω και να την απολαύσω. Είναι στιγμές στις πρόβες που ζητώ να σταματήσουν όλα, γιατί δεν καταλαβαίνω, αν και όλα είναι στα ελληνικά. Αυτό σημαίνει, πως δεν βγάζω νόημα. Στο θέατρο η δράση θα πρέπει να είναι κατανοητή. Το σημαντικό είναι τι εννοείται, όχι τι λέγεται.

 Μεταφράζοντας ο ίδιος έργα που ανεβάζεις, λειτουργείς με γνώμονα τι θέλεις να πεις, έχοντας τον έλεγχο της δραματουργίας. Ένα παράδειγμα είναι π.χ. στις Τρεις αδερφές, όπου τη μετάφραση από τα ρωσικά έκανε η Έρι Κύργια και εγώ από τα αγγλικά, για να προσαρμόσω τελικά το έργο στην ελληνική πραγματικότητα και να παρουσιάσω τους ήρωες ως Θεσσαλούς. Υπάρχουν μεταφράσεις, όπως π.χ. αυτή του Χειμωνά στον Άμλετ, την οποία ξεχωρίζω για τον πυκνό, ποιητικό λόγο που τη χαρακτηρίζει και θα μπορούσα, ίσως, να σκεφτώ να χρησιμοποιήσω. Πάντα η απόφαση της προσωπικής μου εμπλοκής στο κείμενο έχει σχέση με το ποιο είναι το θέμα και πόσο με αφορά».

Η έννοια της προσωπικής σύνδεσης και της προσωπικής βιωματικής κατάστασης κυριαρχεί και στη σχέση του με τη Χίμαιρα, αλλά και την ίδια την πρωταγωνίστρια Αλεξάνδρα Αϊδίνη.

«Η Χίμαιρα είναι, εκτός άλλων, μια αναφορά στον «ξένο» και τη δυσκολία της αφομοίωσης στην ελληνική πραγματικότητα, όπου αν και γοητεύεται από το φως, την ομορφιά και το ελληνικό πνεύμα, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δυσνόητα ή δυσβάσταχτα πρέπει, φέροντας μια διπλή καταγωγή-ταυτότητα. Η Αλεξάνδρα είναι μισή Ιταλίδα (που παρά τη μεσογειακή φλέβα δεν έπαψε να νιώθει τη διαφορετικότητα) κι εγώ, από πλευράς του πατέρα μου (Αμερικανός), αλλά και με ρωσική -κεντροευρωπαϊκή καταβολή, φέρω αυτό που στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ψυχρότητα του βόρειου και έχω κατηγορηθεί γι’ αυτό. Αφού δεν διαθέτω τη θερμοκρασία, την ιδιοσυγκρασία, τη νοοτροπία, την αντίληψη της ιδιωτικότητας του Έλληνα, αν και γεννήθηκα και μεγάλωσα εδώ και λατρεύω την απεριόριστα την ελληνική γλώσσα. Έτσι, η συμπεριφορά μου, η ψυχραιμία, η διαχείριση συναισθημάτων και η ανάγκη διατήρησης της απόστασης, απέχουν από τον ψυχισμό των Ελλήνων, με συνέπεια, όταν είμαι στο εξωτερικό να θεωρούμαι φυσιολογικός και αποδεκτός κι εδώ ξένος.

«Τι άνθρωπος είσαι;» λέει η Μαρίνα (Α. Αϊδίνη) στην πεθερά της, η οποία αφού της εξηγεί πως θα διαχειριστεί και θα μεριμνήσει για τη ίδια και το παιδί της, αλλάζει ύφος και με σκληρότητα της λέει «Φύγε!». Το σοκ της Μαρίνας μπροστά σε αυτή την απότομη εναλλαγή συναισθημάτων, η απεύθυνση όχι μόνο σε αυτή τη γυναίκα, αλλά και στον Έλληνα, τον οποίο αδυνατεί να καταλάβει. Αυτή είναι η γοητεία του θεάτρου. Οι κρυμμένες αλήθειες πίσω από το προφανές, ο τρόπος με τον οποίο αποδομούνται πράξεις και χαρακτήρες και μεταφέρονται στο τώρα, αγγίζοντας τον σύγχρονο θεατή. Αυτό κάνει ένα έργο μοντέρνο, σύγχρονο. Η δυνατότητα να συνομιλήσει, πειστικά, με τη συνείδηση και την ψυχή του θεατή, σήμερα. Να τον αφορά. Τα σύγχρονα μέσα και πρακτικές από μόνες τους είναι μη λειτουργικές. Αν η αλήθεια σου δεν νικά το ψέμα έχεις χάσει το παιχνίδι.

Το ρίσκο είναι η βάση του θεάτρου. Ένα από αυτά στη Χίμαιρα ήταν η επιλογή της Αλεξάνδρας. Η πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών για τη Χίμαιρα, έγινε μετά από προτροπή της γυναίκας μου και στην πορεία έγινε και η αφορμή να γνωρίσω κι ίσως να συμφιλιωθώ με τον παππού και συγγραφέα Καραγάτση. Λίγο πριν ξεκινήσουν οι πρόβες, κι ενώ πιέζουν οι χρόνοι, ενημερώνομαι πως η πρωταγωνίστρια που έχω επιλέξει αδυνατεί να συνεργαστεί και έχω μείνει στον αέρα. Όμως, όλα γίνονται για κάποιο λόγο. Στην Αλεξάνδρα βρήκα τη Μαρίνα. Διέκρινα αμέσως, την συμπλεγματική, αντιδραστική πλευρά που κρύβεται κάτω από την ευαίσθητη, ντελικάτη εμφάνισή πρώτη εντύπωση και η ταύτιση μεταξύ τους έγινε αμέσως. Όταν ανακοίνωσα το όνομά της, εισέπραξα αρνητικές αντιδράσεις, λέγοντας πως ρισκάρω, αλλά δεν δέχτηκα καμία παρέμβαση. Ήμουν σίγουρος για την επιλογή μου και επαληθεύτηκα.

Είμαι ευτυχής, για το υψηλό επίπεδο όλων των συντελεστών της παράστασης και τη συνεργασία με την πλειάδα των ηθοποιών που, τα τέσσερα αυτά χρόνια, την έχουν πλαισιώσει. Μια παράσταση που χωρίς τηλεοπτικούς αστέρες κατάφερε να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου, ξεπερνώντας τους 100.000 θεατές και 1.400σε κάθε παράσταση στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Σε μια ταραγμένη εποχή και με συνεχή την οικονομική ύφεση, το θέατρο λειτουργεί αφυπνιστικά. Ζούμε ίσως μια εποχή που θυμίζει τα χρόνια της δικτατορίας και της μεταπολίτευσης που ο κόσμος αναζητούσε μια ανάσα στο μυαλό του. Η καθήλωση ενός λαού μπροστά στην τηλεόραση είναι επιθυμία αυτών που θέλουν να τον κοιμίσουν, να τον χειραγωγήσουν και να τον εκμεταλλευτούν.

Η ποιότητα της παραγωγής είναι αδιαπραγμάτευτη και αυτό είναι στοιχείο που χαρακτηρίζει και την περιοδεία μας, σε όλη την Ελλάδα. Δεν γίνονται εκπτώσεις. Το αποκορύφωμα είναι η παράσταση στις Βρυξέλλες. Ξεκινά από μια  υπόσχεση που είχα δώσει στην Αλεξάνδρα, πως θα παίξουμε στο εξωτερικό και οφείλω να τηρήσω. Δύο παραστάσεις τον Ιούνιο και προβλέπω, πως σύντομα θα είναι sold out, αφού ήδη οι κρατήσεις από όλες τις χώρες της Ευρώπης χτυπάνε κόκκινο.

Σαφώς και θα μπω μέσα οικονομικά, αφού 900 συνολικά θεατές δεν είναι αρκετοί να καλύψουν το υψηλό κόστος των αεροπορικών εισιτηρίων και της μεταφοράς του σκηνικού, αλλά θα τολμήσω αυτό το βήμα, με στόχο να κινήσω το ενδιαφέρον για τη στήριξη μιας παγκόσμιας περιοδείας, όπου υπάρχουν Έλληνες. Κι εδώ έρχεται το ερώτημα είναι δυνατόν μια χώρα που παράγει πολιτισμό να μην εξάγει το καλλιτεχνικό της προϊόν και να γίνονται τέτοιες κινήσεις μόνο από φορεί ιδιωτικού χαρακτήρα, όπως η Στέγη; Παραγωγές υψηλών προδιαγραφών και ειδικού καλλιτεχνικού βάρους, παραγωγές του Εθνικού όπως π.χ. το «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη, να μην προωθούνται σε Φεστιβάλ του εξωτερικού;»

Για μένα τίθεται το θέμα της πίστης σε έναν στόχο, χωρίς εκπτώσεις, χωρίς τεχνάσματα και ευκολίες κάτι που έχω αποδείξει και με την Αγριόπαπια, σε ένα θέατρο 200 θέσεων, 25.000 θεατές είδαν Ίψεν και ήταν η συνειδητή επιλογή τους. Αυτό σημαίνει, πως υπάρχει προοπτική και επιθυμία για έργα που διαθέτουν αξία και ποιότητα και δεν πουλάνε κλασσικά εικονογραφημένα. Για να σηκώσεις τον κόσμο από τον καναπέ, μακριά από το τηλεκοντρόλ, χρειάζεται παιδεία, αλλιώς όλο και περισσότεροι θα είναι δεμένοι με την οθόνη καταδικασμένοι στην αφωνία. Η παιδεία μας φαίνεται από την άρθρωση του δημόσιου λόγου. Αρκεί μια συζήτηση στην ελληνική βουλή για να καταλήξεις σε συμπέρασμα. Όμως πρέπει να απαιτήσουμε πραγματικά καλύτερη παιδεία. Όχι με καταλήψεις, βόμβες και γιαουρτώματα, αλλά ενωμένοι και πεισμωμένοι όπως κάποτε βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας «Ψωμί- Παιδεία- Ελευθερία».

Την επόμενη σεζόν ανεβάζουμε στο Θέατρο Πορεία τον Γιούγκερμαν του Καραγάτση. Πρωταγωνιστής ο Γιάννης Στάνκογλου που βρίσκεται στην σκηνή λίγο πριν πεθάνει και η ζωή του περνάει σε αλλεπάλληλα flashback. Αυτή τη φορά η δράση είναι καθαρά θεατρική, χωρίς την μείξη με τον κινηματογράφο. Ο ήρωας βλέπει τη ζωή σαν ψέμα, σαν μια γρήγορη ταινία. Όλα μια ανάσα κι η ζωή μια στιγμιαία λάμψη πριν χαθούν τα πάντα… Αναλογίζεται διαπιστώνοντας το σύντομο του βίου. Στάση του ανθρώπου απέναντι στο μικρόβιο του θανάτου.

«…Τώρα πια, είναι αργά. Τώρα μετράει στα δάχτυλα της (της Ντίνας), τα χαμένα χρόνια της επιθυμίας, κι όχι τις κερδισμένες μέρες της ηδονής. Να γερνάς με τη θύμηση των όσων χάρηκες… Φτηνές ικανοποιήσεις· ανούσιο τέλος γλυκανάλατης ζωής…».

Αν στη Χίμαιρα βλέπουμε την αντίθεση μεταξύ Δύσης και Ανατολής, στον Γιούγκερμαν εμπεριέχεται η σύγκρουση Βορρά- Νότου. Ένα έργο που λειτουργεί ψυχαναλυτικά και αυτοβιογραφικά, ακόμη μια φορά, για τον Καραγάτση. Η θεώρηση του έρωτα, ο διαχωρισμός του και η αδυναμία να τον γευτεί ολοκληρωτικά, πάλι πρωτοστατούν. Ο τυχοδιώκτης, ασύμβατος, ασύδοτος, γλεντζές, ήρωας από τη Φιλανδία που υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό, παντρεύεται την κόρη βιομηχάνου Σκλαβογιάννη, τον οποίο εξαγοράζει για να καταστρέψει στη συνέχεια και οι δύο γυναίκες τις οποίες διαχωρίζει, όπως συμβαίνει συχνά στους άντρες, με βάση τη σεξουαλικότητα που διαθέτουν. Από τη μία η υπερσεξουαλική Ντάινα κι από την άλλη η αγνή Βούλα. Ένα πλάσμα δυο μάτια σ’ ένα αέρινο σώμα, στην οποία τον γοητεύει το πνεύμα και η λεπτότητά των συναισθημάτων της. Ο διαχωρισμός του σώματος από το συναίσθημα. Η αγάπη και το θέλω που συγκρούονται αδυνατώντας να συνυπάρχουν. Αυτή ήταν και η άστατη ζωή του παππού Καραγάτση και η στάση του απέναντι στη γιαγιά «Βούλα» και στα έργα του πάντα υπάρχει μια “Ντιάνα” και μια “Βούλα”. Η σχέση με τη μητέρα και η συνάντηση με τον διανοούμενο Καραμάνο. Όλα αυτά, με φόντο μια Ελλάδα που η οικονομική μηχανή της βάζει μπρος με την εκβιομηχάνιση, σε αντιδιαστολή με το φως που λούζει κάθε άκρη του φυσικού της τοπίου.

Αν και είχα καταλήξει στην ηθοποιό του Εθνικού (το όνομα δεν είναι ακόμη ανακοινώσιμο) που θα ενσαρκώσει τη Βούλα, κάλεσα στις ακροάσεις τον Γιάννη Στάνκογλου, με το πρόσχημα να με βοηθήσει. Αφού αυτή, δειλά και με δόσεις άγχους, ολοκλήρωσε την παρουσίασή της, ο Γιάννης σηκώθηκε ενθουσιασμένος, λέγοντας με πάθος: “Γι’ αυτή θα παίξω!”. Είχε δει τη Βούλα με τα μάτια του Βάσια και την “ερωτεύτηκε”. Αυτό θέλω από τους ηθοποιούς. Τον αληθινό (σκηνικό) έρωτα στο βλέμμα τους. Να μην υποδύονται, να είναι! Θέλω τον έρωτα ζωντανό στη σκηνή!”

Η συζήτηση συνεχίστηκε καθώς τα δύο του παιδιά, ο Φίλιππος και η 10χρονη Μανιώ (που με απόλυτη φυσικότητα και χωρίς ίχνος άγχους, τα τελευταία τρία χρόνια υποδύεται στη Χίμαιρα την κόρη της Μαρίνας) παίζουν χαρούμενα δίπλα μας. Μου λένε για την πρώτη φορά που μικρά ακόμη είδαν την παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών και τις παιδικές τους τότε απορίες. Η Μανιώ βρίσκει τη Μαρίνα Μπαρρέ μελαγχολική κι αναποφάσιστη και λατρεύει την Αλεξάνδρα. Ο Δημήτρης Τάρλοου δίπλα στο όνομα του, όπως λέει, θα έβαζε τα δικά τους, μαζί με αυτό της μητέρας τους, της συντρόφου του, της μητέρας του και όλων όσων είναι γι’ αυτόν οικογένεια.

 

Διαβάστε τη συνέντευξη  στο artandpress.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ