Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

21 Φεβρουαρίου 2018
«Ο πατέρας μου ήταν ανεμοθύελλα» Μαρίνα Καραγάτση
article image
ΑΡΘΡΑ

Για τον «εκρηκτικό και απρόβλεπτο» πατέρα της, «ο οποίος βίωνε την καθημερινότητα με τον πλέον ευφάνταστο και πρωτότυπο τρόπο, που σε έκανε να μην βαριέσαι ποτέ», όπως λέει, για τη στωική μητέρα με τα λιγοστά αλλά κοφτερά λόγια και για πολλούς από τους λογοτέχνες και διανοητές της γενιάς του '30, φίλους του Μ. Καραγάτση, που σύχναζαν στο σπίτι τους, μιλά στη «Νέα Σελίδα» η Μαρίνα Καραγάτση. Την αφορμή δίνει η παράσταση με τίτλο «Το Ευχαριστημένο», έργο βασισμένο στο βιβλίο της, που κάνει πρεμιέρα την Πέμπτη 22 Φεβρουάριου στο Θέατρο Πορεία σε σκηνοθεσία του γιου της, Δημήτρη Τάρλοου.


Παράλληλοι μονόλογοι

«Ηθελα να γράψω την τραγική ιστορία της Λασκαρώς, της υπηρέτριας που με μεγάλωσε», εξηγεί για «Το Ευχαριστημένο», ένα έργο που άρχισε να στοιχειοθετείται το 1955 και να παίρνει τελική μορφή το 2006.
«Στην αρχή είναι ένας μονόλογος σε πρώτο πρόσωπο, σαν να μιλά η Λασκαρώ, η οποία σιγά σιγά διαπιστώνω πως με οδηγεί στη δική μου ζωή. Εχουμε ζήσει μαζί είκοσι χρόνια, με παραλαμβάνει μωρό και φεύγει από το σπίτι της οδού Σπάρτης 14 όταν είμαι πια είκοσι. Το βιβλίο είναι τρεις παράλληλοι μονόλογοι, του πατέρα μου, της Λασκαρώς μ’ εμένα και της Αντριώτισσας γιαγιάς Μίνας, οι οποίοι και καλύπτουν όλη τη ζωή που έχω βιώσει. Οταν τους τελείωσα, βρέθηκα στη δύσκολη θέση να αποφασίσω με ποιον τρόπο θα ολοκληρωθεί το βιβλίο, καθώς όλα όσα περιγράφω διαδραματίζονται μια μέρα του 1950 και όλοι μιλάνε για το τι τους συνέβη στο παρελθόν. Αυτό που δεν ήταν γνωστό είναι τι απέγιναν αυτοί οι άνθρωποι στο μέλλον, από το '50 έως το 2006. Τη λύση έδωσε το μικρό αυλιδάκι του σπιτιού μας στην Ανδρο, που μετατρέπεται στον παράδεισο αυτών των ανθρώπων που έχουν όλοι φύγει από τη ζωή και μόνο η Μαρίνα εξακολουθεί να γράφει την ιστορία της οικογένειας».


Ο εκρηκτικός και απρόβλεπτος Καραγάτσης

«Την πρώτη δοκιμή την έκανα είκοσι χρόνων, όταν έγραψα ένα διηγηματάκι που έδειξα στον πατέρα μου και, ως συνήθως, με την αυστηρότητα που τον διέκρινε, άρχισε να μου κάνει παρατηρήσεις, πως το έργο μπορεί να είχε ορισμένα προσόντα, αλλά εγώ, με άφθονη, υπερτροφική και ευφορική έμπνευση, παρέμενα "τσαπατσούλα" στο γράψιμο».
Η Μαρίνα Καραγάτση μιλά για τον «ευφάνταστο και απρόβλεπτο» πατέρα της, που αρχές του 1954 σκέφτηκε πως, μπαίνοντας σε μια καινούρια εποχή μετά τον πόλεμο, θα έπρεπε να τελειώνουν τα μεγάλα σπίτια με το υπηρετικό προσωπικό, γι’ αυτό και θα έπρεπε η οικογένεια να νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα. «Αυτό το επεξέτεινε και σε άλλα, όπως, για παράδειγμα, στο ότι δεν θα πρέπει να έχουμε πια πολλά ρούχα, αλλά λίγα και πρακτικά. Και αναλαμβάνοντας τη μετακόμιση, πέταξε σχεδόν όλα μας τα υπάρχοντα, αφήνοντάς μας μόνο τα απαραίτητα! Για να ζήσουμε απλά και λιτά, χωρίς να έχουμε μεγάλες ανάγκες, όπως υποστήριζε! Ο τρόπος που ο Καραγάτσης βίωνε την καθημερινότητα ήταν εξαιρετικά πρωτότυπος. Στην αρχή της εφηβείας, όταν σαν ένα κλειστό παιδί με καλούσαν σε πάρτι κι έλεγα πως δεν πάω, εκείνος επέμενε να πάω οπωσδήποτε, λέγοντάς μου ότι θα γίνω σαν αυτές τις θεούσες του κατηχητικού που βγάζουν σπυριά. Ηταν εξαιρετικά αυστηρός επίσης σε ό,τι αφορούσε σε δικά του πράγματα. Τα εργαλεία της δουλειάς του ήταν ιερά. Εγραφε τότε με μολύβι Faber No 2.
Είχε πολλά μολύβια και τα έξυνε, κάνοντας λεπτές μυτούλες. Μου απαγόρευε να μπω στο γραφείο και να τα αγγίξω, αλλά εγώ, παιδάκι, έμπαινα κι άρπαζα κάνα μολύβι, κάτι που τον έκανε θηρίο, με αποτέλεσμα να με κλείνει ώρες στην τουαλέτα για τιμωρία.
Αρκετές φορές που αργούσε να κοιμηθεί, λόγω της αϋπνίας που τον ταλαιπωρούσε και τον βασάνιζε, με άκουγε από το διπλανό δωμάτιο να γράφω με πένα μελανοδοχείου. Ο θόρυβος στο χαρτί τον ενοχλούσε τόσο πολύ που γινόταν θηρίο από τη φασαρία. Η μητέρα, πάλι, είχε τη δική της προσωπικότητα, διαθέτοντας μια "χαμηλόφωνη" σοφία. Δεν υπήρξε ποτέ εκρηκτικός άνθρωπος, δεν σήκωνε φωνή, αλλά ακόμα και σε χαμηλούς τόνους, όταν έλεγε την κουβέντα της,"έτσουζε". Θαύμαζε πάρα πολύ τον πατέρα μου, τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή που τον είδε, δεν τον αμφισβήτησε ποτέ και μου έλεγε πόσο χαιρόταν που του έμοιαζα. Ηθελε να με πείσει πως εκείνος ήταν ο θεός μέσα στο σπίτι και είναι αλήθεια πως έδινε τον τόνο. Ο Καραγάτσης ήταν ανεμοθύελλα».


Η Λασκαρώ

«Το Ευχαριστημένο» ξεκίνησε, όπως εξηγεί η Μαρίνα Καραγάτση, από τη θέλησή της να γράψει την «τραγική ιστορία της Λασκαρώς», της υπηρέτριας που τη μεγάλωσε. «Από μικρό παιδί είχα αρχίσει να υποψιάζομαι ότι αυτή η γυναίκα είχε περάσει μεγάλα βάσανα. Την είχανε στείλει μικρή υπηρετριάκι στην Αλεξάνδρεια. Αρχισα να ρωτώ πώς γινόταν αυτό κι έμαθα πως υπήρχε ένας πράκτορας που κάθε χρόνο περνούσε από τα άγονα χωριά της Ανδρου και μάζευε τα κοριτσάκια των πάμφτωχων οικογενειών, διοχειεύοντάς τα στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη ή στην Αλεξάνδρεια. Ηταν ένας πλούσιος Ανδριώτης που δούλευε εκεί. Είχε χηρέψει, μένοντας μόνος με δύο μικρά παιδιά και ζητούσε μια κοπέλα. Από το μυαλό της Λασκαρώς δεν περνούσε ποτέ πως αυτό που έζησε θα μπορούσε να συγκλονίσει τόσο πολύ ένα παιδί και να σφραγίσει τη ζωή μιας γυναίκας.
Οταν ο άνδρας της τη χτύπησε κι εκείνη έφυγε από το νησί, έμεινε αποκλεισμένη, καθώς μεσολάβησε ο πόλεμος και δεν μπορούσε να γυρίσει. Επέστρεψε αμέσως μετά και πήγε στους γονείς της. Ο άνδρας της δεν της έδινε διαζύγιο, λέγοντάς της πως την περίμενε πάντα να γυρίσει. Τα παιδιά της, που ζούσαν με έναν πατέρα σχεδόν τυφλό, τα φρόντιζαν οι παππούδες. Η απώλεια της μάνας όμως τα είχε στιγματίσει.
Οι λαϊκοί άνθρωποι σαν τη Λασκαρώ είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν τη ζωή με μεγάλη γενναιότητα. Η ίδια υπήρξε καρτερική, δυνατή, άφταστη νοικοκυρά και μερακλού! Θυμάμαι τα απογεύματα να κατεβαίνει από το δωματιάκι της, μια μικρή σοφίτα όπου έμενε, και να φτιάχνει το καφεδάκι της που συνόδευε μ’ ένα κομματάκι βολάκι, ένα ντόπιο τυρί. Μετά έβγαζε τα παπούτσια της κι άρχιζε να φέρνει βόλτες και να χορεύει τον μπάλο της Ανδρου σιγοτραγουδώντας».


Η γιαγιά Μίνα

«Στον τρίτο μονόλογο του βιβλίου μιλά η γιαγιά Μίνα, η Αντριώτισσα, η μάνα της μάνας μου, παρουσιάζοντας πληροφορίες για τη φτωχολογιά. Αναφέρεται πολύ στις υπηρέτριες, καθώς η γιαγιά ήταν μια αστή εφοπλιστικής οικογένειας. Είχαν πάντα υπηρέτριες που είχαν υποστεί διάφορα. Οι σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα στα αφεντικά και τα υπηρετριάκια ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο. Η γιαγιά αναφέρεται στη δική της οικογένεια, τους ξεπεσμένους άρχοντες γαιοκτήμονες. Αναφέρεται και στην επόμενη γενιά των αστών εφοπλιστών, καλύπτοντας όλο το φάσμα της κοινωνικής ανέλιξης στην Ανδρο».


Η γενιά του '30

Μέσα από την ιστορία της οικογένειας ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή. Στο ερώτημα πώς θυμάται τη μεγάλη παρέα του πατέρα της, όλοι εκπρόσωποι της γενιάς του '30, η Μαρίνα Καραγάτση σημειώνει: «Σαν παιδί δεν καταλάβαινα πως επρόκειτο για σπουδαία και μεγάλα ονόματα. Περίμενα πώς και πώς την Παρασκευή που συγκεντρώνονταν στο σπίτι. Γελούσαν, έτρωγαν, έπιναν και μιλούσαν περισσότερο για την καθημερινότητά τους, κάτι που με διασκέδαζε πάρα πολύ. Ημουν γύρω στα δεκαοκτώ όταν μου ζήτησαν να τους αποκαλώ με το μικρό τους όνομα.
Θυμάμαι τον Βενέζη, όταν, στα Δεκεμβριανά, τον φιλοξενήσαμε με την οικογένειά του στο σπίτι μας, να είναι στην κουζίνα με σηκωμένα τα μανίκια και να ζυμώνει ψωμί. Υπήρχαν μέρες που δεν υπήρχε τίποτα να φάμε κι η μάνα μου είχε βρει κάτι ρεβίθια που έψησε, τα είχε κάνει στραγάλια και τρώγαμε από αυτά. Μια μέρα θυμάμαι τον Βενέζη να τηγανίζει ένα αυγό για την κόρη του την Αννα, λίγο μικρότερή μου, που την κοιτούσα με μεγάλη ζήλια, καθώς εγώ δεν είχα αυγό να φάω. Θυμάμαι την Ιουλία και τον Ανδρέα Ιατρίδη, που τον κυνηγούσαν να τον συλλάβουν, καθώς αδελφός του ήταν ο ναύαρχος Ιατρίδης, κυβερνήτης του υποβρυχίου "Παπανικολής". Οταν οι Ελασίτες μπήκαν στο σπίτι και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει, τον θυμάμαι στο μπάνιο να ξυρίζεται και να προσπαθεί να φανεί ψύχραιμος, αλλά να τρέμει το χέρι του!».
Η συγγραφέας περιγράφει με παραστατικό τρόπο, γεμάτο εικόνες, έτσι όπως ακριβώς γράφει, στιγμιότυπα μιας ζωής γεμάτης κι ενός κόσμου ολόκληρου. «Ολα αυτά τα πρόσωπα δεν τα νοσταλγώ, αλλά υπάρχουν, σαν να είναι ζωντανά. Κανένας απ’ όσους πέρασαν από το σπίτι μας δεν ήταν αδιάφορος και βαρετός άνθρωπος.
Ο Εμπειρικός ήταν περίπτωση. Πάρα πολύ θετικός και δοτικός, το αντίθετο από τον πατέρα μου. Με πολύ μεγάλο ταλέντο, ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, που βρισκόταν πιο μπροστά από την εποχή του. Είχαν κοινά σημεία κι αν ο Καραγάτσης είχε ζήσει μερικά χρόνια ακόμη, θα είχε καταλάβει την ποιότητα αυτού του είδους της γραφής.
Ο Ελύτης ήταν άνθρωπος πάρα πολύ αφοσιωμένος στη δουλειά του, πολύ περισσότερο και από τον πατέρα μου και από τον Εμπειρικό. Γι’ αυτό και δεν παντρεύτηκε ποτέ του, αφού η ζωή του ήταν η ποίηση. Κατά τη γνώμη μου, ήταν ένας άνθρωπος ντροπαλός, όχι εύκολος, που θα έπρεπε να σε εμπιστευτεί. Οι περισσότεροι νόμιζαν ότι ήταν ένας σοβαρός αστός, ενώ στην ουσία ήταν ένα παιδί που δεν εμπιστευόταν εύκολα τους ανθρώπους.
Τον Τσαρούχη τον θαύμαζα πάρα πολύ. Δεν είχε πολλά λόγια και στις σχέσεις του με τους ανθρώπους δεν έλεγε μεγάλες κουβέντες. Μετά τον πατέρα μου ο Τσαρούχης ήταν ένας άνθρωπος που σφράγισε τη μάνα μου». Η Μαρίνα Καραγάτση δεν παραλείπει να πει ότι «τα πράγματα στο βιβλίο τα βάζει στη δική της διάσταση, καταδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό πως η ζωή δεν είναι μαύρη ή άσπρη, αλλά έχει τα καλά και τα κακά της. Σε αυτή την οικογένεια δεν βαρέθηκα ποτέ», καταλήγει.

Αγορά Εισιτηρίων «Το Ευχαριστημένο»

Μία συνέντευξη της Μαρίνας Καραγάτση στη Μάνια Ζούση, Νέα Σελίδα

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ