Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

21 Φεβρουαρίου 2018
Είδα την «Αγριόπαπια» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου
article image
ΑΡΘΡΑ

Η Αγριόπαπια του δραματουργού Χένρικ Ίψεν που γράφτηκε το 1884, αποτελεί όχι μόνο το αποκορύφωμα της τραγικομωδίας, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Νορβηγού συγγραφέα. Περιγράφει μια εποχή τεράστιων αλλαγών στην τεχνολογία και στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων που βίωναν κοσμοϊστορικά γεγονότα, ζούσαν και εξελίσσονταν μέσα σε στερεότυπα. Ο συγγραφέας επιτίθεται στην υποκρισία της τότε αστικής τάξης και στηλιτεύει μέσα από το έργο του την κοινωνία που αρέσκεται στο να εξαπατά και να αυτεξαπατάται, εφόσον η διαδικασία αυτή δεν είναι τίποτα άλλο, παρά οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.

                                                                                                                                                                                                
 

 Σχεδόν τριάντα χρόνια πριν ο Γκυστάβ Φλωμπέρ μας δίδαξε με το έργο του «Μαντάμ Μποβαρύ» (1856) τις συνέπειες που υφίστανται εκείνοι που έχουν τάσεις φυγής από την πραγματικότητα, εκείνοι που διακατέχονται από το αίσθημα έλλειψης ικανοποίησης, εκείνοι που δεν συμβιβάζονται και επαναστατούν. Και ενώ ο μποβαρισμός καλά κρατεί, ο Ίψεν θέτει τις βάσεις για το έργο του Πιραντέλλο δύο αιώνες μετά.

Τι είναι τελικά η «Αγριόπαπια»; Η ιστορία κάποιου αποτυχημένου σωτήρα ή μια οικογενειακή τραγωδία;

 Βασικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Γκραίγκερς Βέρλε, γιός του πλούσιου βιομήχανου Βέρλε που επιστρέφει στο σπίτι του μετά από χρόνια και ξανασυναντά τον παιδικό του φίλο Γιάλμαρ Έκνταλ, που αποτελεί το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο του έργου. Ο Γιάλμαρ έχει ασυνείδητα κωμικά στοιχεία, αλλά επί της ουσίας είναι ένας τραγικός ήρωας. Είναι ένας «κωμικός» χαρακτήρας που εγκλωβίστηκε σε μια αντιφατική τραγική κατάσταση. Εξαιτίας του Βέρλε έχασε την κοινωνική του θέση, παντρεύτηκε την πρώην υπηρέτρια και έγκυο ερωμένη του υπαίτιου της καταστροφής του και πατέρα του φίλου του. Αδυνατεί να διαχειριστεί την αλήθεια που του αποκαλύπτεται, ακυρώνει το παιδί του και το οδηγεί στην αυτοκτονία. Τρέφεται χρόνια ολόκληρα από το «ζωτικό ψεύδος» που του καλλιεργούν όλοι γύρω του: ο γιατρός Ρέλινγκ, ο πατέρας του, αλλά και η ένοχη σύζυγος του. Πρόκειται για το προφίλ ενός ανθρώπου αριστοτεχνικά σχεδιασμένου από τον συγγραφέα, αλλά και από τον σκηνοθέτη της εν λόγω παράστασης που παρουσιάζεται σαν βιοπαλαιστής, αλλά και σαν καλλιτέχνης με όραμα, ενώ από την άλλη διακατέχεται από τεμπελιά και υπέρμετρο εγωισμό. Εντούτοις, καταφέρνει να αποσπάσει το μειδίαμα των θεατών και  «τον έλεο και φόβο» τους.

 Ο Γκραίγκερς από την άλλη είναι ο πιο δύστροπος χαρακτήρας του έργου. Θλιβερά ανισόρροπος, με δέσμευση προς τις επιταγές του ιδεώδους, προσπαθεί να παροτρύνει τους άλλους προς την αλήθεια, ενώ ο ίδιος είναι ένας ελλιπής επαναστάτης. Η παραφορά του τον κάνει να λογαριάζει τον Γιάλμαρ ως ανώτερο ον. Ο Ίψεν μέσω του Γκραίγκερς σατιρίζει τον μοραλιστή που είναι έτοιμος να συνθλίψει την κατ’ επίφαση οικογενειακή ευτυχία της οικογένειας Έκνταλ στο όνομα της επιταγής του ιδεώδους.  Με τα λασπωμένα του παπούτσια εισβάλλει στο σπίτι των Έκνταλ και το «βρωμίζει». Καλεί τον Γιάλμαρ να χτίσει από την αρχή τον ‘’τέλειο γάμο’’ , αφού πρώτα του αποκαλύπτει την σκληρή αλήθεια. Την ίδια επιταγή του ιδεώδους την δίνει και στην Χέντβιγκ, την έφηβη κόρη του Γιάλμαρ και της Γκίνας, ωθώντας την να σκοτώσει την αγριόπαπια που υπεραγαπά ως απόδειξη αγάπης προς τον πατέρα της. Το παιδί παίρνει τις δικές του αποφάσεις, φιλτράροντας τις πληροφορίες που του δίνονται με τον δικό του τρόπο. Η Γκίνα μάταια προσπαθεί να αποτρέψει το αναπόφευκτο και οδηγούμαστε έτσι στη λύση του έργου. Τελικά η ζυγαριά γέρνει προς το ζωτικό ψεύδος που προτείνει ο γιατρός Ρέλινγκ, μια και οι ήρωες έχουν ανάγκη τα ‘’ψεύδη’’ για να αντέξουν.

Χαρακτηριστικό της παράστασης του Θεάτρου Πορεία είναι η άριστη επιλογή των ηθοποιών στο σύνολο της. Γνωστό το ταλέντο του σκηνοθέτη Δημήτρη Τάρλοου και από τις  προηγούμενες παραγωγές, να επιλέγει το ιδανικό cast. Καθένας τους δίνει υπόσταση στο ρόλο του και υπό την καθοδήγηση του έμπειρου σκηνοθέτη οδηγούμαστε σε εξαιρετικό αποτέλεσμα,  σε μια παράσταση κομψοτέχνημα.

 Η σκηνοθεσία δίνει τη δυνατότητα στους ηθοποιούς να ξεδιπλώσουν το κουβάρι των χαρακτήρων που υποδύονται, ενώ οι θεατές έχουν  την αίσθηση ότι κάτι θα συμβεί από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης. Αν και η διάρκεια του έργου είναι μεγάλη, διαρκεί περίπου τρεις ώρες, η παράσταση κάθε άλλο παρά κουραστική μπορεί να χαρακτηριστεί. Η χρήση οθόνης, εδώ εναρμονίζεται με τη σκηνοθετική σύλληψη και δένει αρμονικά.

 Ο Τάρλοου σέβεται το κείμενο και τις παύσεις του και με την βοήθεια των σκηνικών (Ελένη Μανωλοπούλου) δίνει την ατμόσφαιρα μιας αστικής οικογένειας του 19ου αιώνα με μοντέρνο όμως πρίσμα.  Μια ένσταση ως προς τα σκηνικά που ενώ είναι καλαίσθητα, (στήνεται ολόκληρο ατελιέ φωτογραφίας επί σκηνής) δίνουν την αίσθηση εύπορου σπιτιού και όχι μεσοαστικής οικογένειας.

Ο Γκραίγκερς (Γιάννος Περλέγκας ) είναι ένα σκοτεινό και άρρωστο μυαλό που κινεί τα νήματα της πλοκής. Ο Περλέγκας στο ρόλο είναι καθηλωτικός. Διατηρεί ψυχραιμία, χαμηλούς τόνους, δίνει την εντύπωση ενός παράφρονα που έχει διαποτιστεί από τα ιδεώδη του και που είναι πεπεισμένος ότι σαν άλλος ιεραπόστολος θα σώσει τον κόσμο από τις πλάνες του. Στο τέλος δείχνει συντριβή και την αίσθηση του ότι δεν κατάλαβε τι πήγε στραβά.

 Ο Γιάλμαρ (Γιάννης Κότσιφας) ταλαντεύεται ανάμεσα στο κωμικό και στο τραγικό στοιχείο του ρόλου του και βγαίνει νικητής καθώς καταφέρνει να ισορροπήσει μοναδικά σ’ αυτά τα στοιχεία. Ο αφελής, τεμπελάκος, καλοπερασάκιας Γιάλμαρ βρίσκει όνομα στο πρόσωπο του Κότσιφα, ο οποίος καταθέτει μια εξαιρετική ερμηνεία που κορυφώνεται στο τέλος. Αρνείται να δει την πραγματικότητα-«Όχι πρέπει να ζήσει να της πω πόσο ανείπωτα την αγαπούσα».

 Η Χέντβιγκ (Σίσσυ Τουμάση) γίνεται το μικρό αθώο παιδί που πληγώνεται, γκρεμίζεται ο κόσμος του και με την αυτοθυσία της οδηγεί στη λύση του έργου. Το παίξιμο της έχει απίστευτη δυναμική. Αποτυπώνεται στην ερμηνεία της όλη η φρεσκάδα, η λατρεία της έφηβης κόρης προς τον πατέρα της, η δυσκολία να διαχειριστεί την κατάσταση όταν αυτή ξεφεύγει. Μας μεταδίδει τη δραματικότητα του χαρακτήρα που υποδύεται και το μήνυμα πως τα αθώα θύματα είναι πάντα τα παιδιά.

Η Γκίνα (Λένα Δροσάκη) παίζει με το σώμα, τα μάτια, την ψυχή της και το συναίσθημά μας. Είναι εκπληκτική. Μας κάνει να νιώθουμε μαζί της την αγωνία για τη μη αποκάλυψη των ένοχων μυστικών της , την προσπάθεια της να σώσει το γάμο της, ενώ ο πόνος της γίνεται πόνος μας στο τέλος, όταν μετά την διάγνωση του γιατρού Ρέλινγκ αναφωνεί «Αχ το παιδί μου, το παιδί μου». Η φωνή της έχει απίστευτες διακυμάνσεις συγκίνησης, ψυχρότητας, αγάπης, τρυφερότητας.

Ο έμπειρος Θέμης Πάνου κάνει ένα πέρασμα με ένα μικρό ρόλο, αυτόν του πατέρα Βέρλε που όμως δεν περνάει απαρατήρητος. Αποδεικνύοντας περίτρανα, για μια ακόμη φορά, πως δεν υπάρχουν μικροί ρόλοι, μικροί ηθοποιοί υπάρχουν. Οι σκηνές του με τον Γιάννο Περλέγκα είναι καταπληκτικές και η σχέση τους «πατέρας-γιος», απόλυτα πειστική.

Το ίδιο ισχύει και με την Άννα Μάσχα, η οποία στο ρόλο της κυρίας Σόερμπι περνάει από το έργο για να γίνει η αφορμή να ξεφύγει ο Γιάλμαρ από τα «ζωτικά του ψεύδη». Κομψότητα, σταθερότητα, επιβολή χαρακτηρίζουν την ερμηνεία της. Ο Γιώργος Μπινιάρης ως γερο-Έκνταλ μας συγκινεί ως παππούς της Χεντβιγκ, ο οποίος τρέφεται από δικά του «ζωτικά ψέυδη» και καλλιεργεί τη φιγούρα ενός ανθρώπου που λίγο πριν τη δύση της ζωής του η μοίρα δεν σταματά να τον δοκιμάζει. Ο Αντίνοος Αλμπάνης, ως γιατρός Ρέλινγκ, φίλος της οικογένειας Έκνταλ και κάτοχος πολλών ένοχων μυστικών της, πείθει για την αρτιότητα της ερμηνείας του και κλείνει το έργο διαβεβαιώνοντας τον Γκραίγκερς πως θα είναι πάντα ο δέκατος τρίτος σε ένα τραπέζι για δώδεκα. Ένας παρείσακτος που θα επεμβαίνει και θα σπέρνει καταστροφή.

Πραγματικά, πρόκειται για μία παράσταση από την οποία βγαίνεις προβληματισμένος. Τι είναι προτιμότερο αναρωτιούνται οι θεατές φεύγοντας. Να γνωρίζεις την αλήθεια ή να έχεις την ψευδαίσθηση αυτής; Να απατάς ή να αυταπατάσαι;

Από τη Νατάσα Κωνσταντινίδη

 

Αγορά Εισιτηρίων «Η Αγριόπαπια»

Δείτε ολόκληρη την κριτική στο texnes-plus.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ