Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και πιο αγαπημένους Ελληνες λογοτέχνες.
Ομως, για τη γυναίκα του, τη ζωγράφο Νίκη Καραγάτση, και την κόρη τους τη Μαρίνα, ο Μ. Καραγάτσης, ο συγγραφέας του «Γιούγκερμαν», του «Κίτρινου φακέλου» και της «Μεγάλης χίμαιρας», υπήρξε επίσης ένας αυταρχικός, εγωπαθής άνθρωπος, που με την απρόβλεπτη και καταπιεστική συμπεριφορά του δηλητήριαζε τη ζωή τους.
Αυτή τη ζωή περιέγραψε το 2008 η Μαρίνα Καραγάτση, ώριμη γυναίκα πια, στο βραβευμένο μυθιστόρημα «Το ευχαριστημένο ή Οι δικοί μου άνθρωποι» (εκδόσεις Άγρα). Ενα μυθιστόρημα όπου Ξεδιπλώνεται, με συγγραφική δεινότητα, μια ολόκληρη εποχή.
Διεισδυτική εξομολόγηση
Δέκα χρόνια μετά, ο γιος της, Δημήτρης Τάρλοου, μεταφέρει αυτή τη θαρραλέα και διεισδυτική εξομολόγηση στη σκηνή του θεάτρου «Πορεία». Εκεί, όπου με τη «Μεγάλη χίμαιρα» ο καταξιωμένος σκηνοθέτης και ηθοποιός έκανε μια από τις σημαντικότερες επιτυχίες του. Πώς είναι άραγε να σκηνοθετεί μια ηθοποιό που υποδύεται τη μητέρα του; «Δεν μπορώ να το δω έτσι. Κάθε μυθιστόρημα έχει μια αυτοτελή αξία. Οταν μεταφέρεται στο θέατρο, χάνει κάτι από την αφηγηματική γοητεία του, η οποία πρέπει να αντικατασταθεί από μια θεατρική ατμόσφαιρα. Αυτή η θεατρικότητα, που έχει τον χαρακτήρα ενός ονείρου, είναι η βασική μου μέριμνα. Στην παράσταση υπάρχει η αίσθηση ότι όλα αυτά είναι οι ελαφρώς αλλοιωμένες αναμνήσεις της Μαρίνας Καραγάτση, που ως παιδί Ξεκινά να γράψει ένα μυθιστόρημα και το ολοκληρώνει 60 χρόνια μετά».
Συνήθως οι αλλοιώσεις τείνουν προς την ωραιοποίηση. Ομως, στο βιβλίο της, η μητέρα σας είναι άτεγκτη απέναντι στην απωθητική πλευρά του πατέρα της.
Ετσι λέτε; Αυτό που σας φαίνεται σκληρό, μπορεί να είναι ήδη ωραιοποιημένο. Μπορεί, στην πραγματικότητα, πολλά γεγονότα να ήταν πολύ πιο αβάσταχτα και να κρατήθηκε στη μνήμη μόνο το απόσταγμα ή το ελαφρώς κωμικό κομμάτι της εμπειρίας. Για να αντιμετωπίσουν τον Καραγάτση, η γιαγιά μου και η μάνα μου είχαν οδηγηθεί σε μια συμμαχία σιωπής και ειρωνείας. Οταν πάθαινε εκείνες τις φοβερές κρίσεις νεύρων, τον κοιτούσαν σιωπηλές και ατάραχες. Και εκείνος θύμωνε; «πείτε κάτι, μη με κοιτάτε απαθώς, θα πάθω εγκεφαλικό». Μα και η υπηρέτρια του σπιτιού, η Λασκαρώ, προσπαθούσε να μαγειρεύει τα αγαπημένα του φαγητά, αλλά αυτός δεν έλεγε να ησυχάσει. Είχε, άλλωστε, έναν πολύ ταραγμένο ψυχισμό, καθώς είχε κι εκείνος περάσει δύσκολα από τον πατέρα του. Φαίνεται ότι και ο γερο-Ροδόπουλος ήταν και εκείνος ένα φόβητρο.
Επίσης, ο Καραγάτσης είχε έναν φόβο για την τρέλα, που οφειλόταν στο γεγονός ότι η αδελφή του η Ροδόπη είχε πεθάνει βασανισμένη από σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Παράλληλα με όλα αυτά, όμως, υπάρχει και η ιστορία της Λασκαρώς, που είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος. Αγνοούμε ότι μέχρι πριν από 30-40 χρόνια, πολλές Ελληνίδες έρχονταν 10-11 χρόνων σε σπίτια και δούλευαν για το μεροκάματο, ενώ είχαν υποστεί κακοποιήσεις από την ίδια τους την οικογένεια. Με ενδιαφέρει πολύ και αυτό το κομμάτι, που δεν είναι καθόλου λυρικό, είναι πολύ σκληρό. Η Μαρίνα μεγάλωσε σε ένα σπίτι που ήταν σαν προστατευτικό κουκούλι και σαν ιστός της αράχνης ταυτόχρονα. Απέδρασε και αφηγείται την ιστορία. Δεν ήθελα, λοιπόν, να φτιάξω μια παράσταση που θα είναι σα να βάζεις το μάτι στην κλειδαρότρυπα του Καραγάτση. αλλά θα μοιάζει με ένα απόμακρο παραμύθι, που έχει να κάνει με την ίδια τη ζωή.
Το βιβλίο εικονογραφεί και την ελληνική κοινωνία της εποχής. Αυτό περνά, έστω σαν σκηνικό, και στην παράσταση;
Μόνο νύξεις μπορούν να περάσουν. Περνά, πάντως, η καλλιτεχνική ποιότητα της Καραγάτση. Μολονότι υπήρξε πολύ σημαντική ζωγράφος, δεν έγινε ποτέ «μεγάλο όνομα». Η εικαστική ματιά της περνά στην παράσταση και από πλευράς παλέτας, ακόμα και στο μακιγιάζ των ηρώων - όλα τα πρόσωπα θυμίζουν ελαφρώς αγιογραφίες. Ο Τσαρούχης είχε ένα έργο της με παιδάκια που παίζουν σε μια ταράτσα, και το κρατούσε, όπως είχε πει, σαν εικόνισμα, πάνω απ’ το κρεβάτι του.
Το γεγονός ότι ο Καραγάτσης ήταν φόβητρο για την οικογένεια του είχε περάσει και σε σας, όταν ήσαστε παιδί;
Ο τρόμος που προήλθε από τον Καραγάτση δεν τελείωσε με τον θάνατό του. Η γιαγιά μου δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτό, αλλά στη μάνα μου φαίνεται ότι προκάλεσε ανεπανόρθωτο τραύμα. Και πάνω που πήγανε να συμφιλιωθούν, πέθανε ο Καραγάτσης και αυτό της ήταν πολύ βαρύ. Μέχρι πρόσφατα, λοιπόν, είχα μια απώθηση για το έργο του. Ομως, η παράσταση της «Μεγάλης χίμαιρας» ήταν και μια δική μου προσπάθεια συμφιλίωσης. Ετσι άρχισα να τον καταλαβαίνω.
Και πώς θα τον περιγράφατε;
Ως έναν άνθρωπο πάρα πολύ φοβισμένο, δύσθυμο, επί της ουσίας καταθλιπτικό, με φόβο για τον θάνατο. Οπως και οι ήρωές του, είχε αποφασίσει να ζήσει τη ζωή του με μία ρουφηΣιά -είτε καφέ, είτε τσιγάρου- μέχρι κάτω. Σαν η ζωή να είναι ένα πικρόγλυκο ποτήρι που πρέπει να φύγει με τη μία... Δεν ήταν καθόλου άνθρωπος του καθήκοντος. Το μεγάλο πρόβλημα στο σπίτι ήταν τι πρέπει και τι όχι. Αυτό μεταβαλλόταν κάθε μέρα. Ο,τι και αν έκανε κανείς, ήταν λάθος για τον Καραγάτση.
Και λόγω της προσωπικότητάς του, αλλά και της εποχής, οι γυναίκες δεν τολμούσαν, προφανώς, να αντιδράσουν.
Μα ούτε και οι άνδρες αντιδρούσαν. Στο βιβλίο συνομιλεί με τον νονό μου, Νίκο Πολίτη, που του λέει «Δημήτρη, δεν σε αντέχω άλλο, είσαι απαράδεκτος». Και ο Καραγάτσης μπαίνει σε σκέψεις, αλλά δεν μπορεί να αλλάξει. Υπάρχει και ηχογραφημένη συνομιλία, όπου ο Εμπειρικός επαινεί ένα εφηβικό διήγημα της μάνας μου. ενώ ο Καραγάτσης την αποκαλεί τσαπατσούλα, καταλήγοντας ότι «διαπιστώνεται το ταλέντο, αλλά δεν διαπιστώνεται το έργο». Τέτοιες σχέσεις υπάρχουν ασφαλώς ανάμεσα σε πολλούς πατεράδες και κόρες. Γι αυτό το βλέπω και σαν ένα έργο για τη γυναίκα. Μιλά χωρίς κανέναν φεμινισμό -η μάνα μου δεν συμπαθεί καθόλου τους -ισμούς, και ιδίως τους φεμινισμούς-, μιλά, όμως, με σαφήνεια για την αντοχή και την ανοχή του γυναικείου φύλου στην Ελλάδα απέναντι σε κάτι σκληρό και βάρβαρο.
Συχνά στις παραστάσεις σας υπάρχει υποδόριο χιούμορ. Εδώ;
Φυσικά. Εξηγώ στους ηθοποιούς ότι δεν θέλουμε μια αγιοποιημένη εικόνα ενός μεγάλου συγγραφέα, ότι πρέπει να είναι βέβηλοι, γιατί αλλιώς ο θεατής βαριέται. Και γιατί μόνο μέσα από τις αντιφάσεις αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία ενός ανθρώπου.
Πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι υπάρχουν τα τελευταία χρόνια τόσες παραστάσεις και ταινίες που αναδιφούν το παρελθόν και τους ήρωές του;
Συνήθως, όταν δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο, πασχίζουμε να αναπαραστήσουμε κάτι παλιό. Αν επρόκειτο για μια απλή αναπαράσταση της ζωής του Καραγάτση, ούτε η δική μας παράσταση θα είχε νόημα. Γι’ αυτό προσδοκώ μια νέα, μαγική πραγματικότητα. Θα ήθελα να ξεχνά ο θεατής ότι αναφερόμαστε σε εκείνον και να παρακολουθεί ένα παιδί που ζει περίεργα στο σπίτι του, όπου καθρεφτίζονται γεγονότα από την ελληνική ιστορία, που μοιάζουν χαμένα στα βάθη του χρόνου. Ο Τσαρούχης ήταν για μένα μια πραγματικότητα. Για τη γιαγιά μου και τον Καραγάτση ήταν φίλος. Είχε έρθει στο σπίτι, ντύθηκε γυναικεία και έπαιξε θέατρο.
Γιατί, βλέπετε, οι άνθρωποι τότε διασκέδαζαν με αυτοσχέδιους τρόπους. Κάποτε ο Καραγάτσης μετέτρεψε το σπίτι σε στούντιο και γύρισε μια κακή ταινία, την «Καταδρομή». Λέο), λοιπόν, στους ηθοποιούς, ότι πρέπει να έχουν τη ζωντάνια να αφηγηθούν στη σκηνή κάτι προσωπικό, που μπορεί να είναι και αστείο. Αλλιώς, θα ήταν ένα επικό μελό.
«ΔΗΜΟΣΙΑ ΖΩΗ, ΣΑΝ ΔΗΛΗΤΗΡΙΟ»
Και από την κοινωνία της εποχής του Καραγάτση, στη σημερινή: Τι γνώμη έχετε για τον δημόσιο λόγο σήμερα;
Είναι σαν να κολυμπάς σε ένα μπουκάλι με δηλητήριο. Φαίνεται, όμως, ότι αυτή η τοξικότητα είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι. Ξεκινά από τον πολιτικό λόγο και φτάνει στις προσωπικές σχέσεις, στο πώς κρίνουμε μια παράσταση, πώς περιφρονούμε τον διπλανό μας. Αν ρωτήσετε οποιονδήποτε ζει εκτός Ελλάδος, θα σας πει ότι παντού υπάρχει διαδικτυακό αψιμαχία, αλλά -διάβολε!- δεν είναι αυτό η ζωή. Εδώ έχει υποκαταστήσει τη ζωή.
Πέρυσι, μου είχατε πει ότι προσδοκάτε έναν παλλαϊκό ξεσηκωμό με το αίτημα της Παιδείας. Φέτος έχετε περισσότερες ή λιγότερες ελπίδες ότι θα γίνει κάτι τέτοιο;
Νομίζω ότι, όταν υπάρξει αυτό το αίτημα, δεν θα είναι απαραίτητο να το συζητάμε - θα το ζούμε. Οταν ο καθημερινός άνθρωπος εκραγεί, αντί να ανοίξει γι’ άλλο ένα βράδυ την τηλεόραση, θα είναι το ξεκίνημα μιας άλλης διαδικασίας. Ομως, πρέπει να πούμε ότι, όταν κάνεις με έναν τρόπο σοβαρά τη δουλειά σου, και αναφέρομαι στο θέατρο «Πορεία», υπάρχει ακόμα και μέσα από τον πολτό, τη μισαλλοδοξία και την κακεντρέχεια, μια σαφέστατη επιβράβευση. Φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει πάντα ένας κόσμος που επιβραβεύει εκείνο που θα του προσφέρει κάτι, ας είναι και το ελάχιστο.
Αγορά Εισιτηρίων, Το Ευχαριστημένο
Πηγή: Ελευθερία του Τύπου της Κυριακής
Συνέντευξη του Δημήτρη Τάρλοου στον Φώτη Απέργη