Η φόρτιση των νεύρων, η υπερένταση, η τρομακτική πιθανότητα να πάει κάτι στραβά. Μία απροσεξία του παρτενέρ, ο κρύος καιρός που παγώνει τις χορδές, ο «χασάπης» μαέστρος.
Η απαιτούμενη πειθαρχία, οι ατέλειωτες ώρες κοπιαστικής μελέτης, οι δάσκαλοι, τσαρλατάνοι και μη. Η ανασφάλεια για την οποία δεν υπάρχει κανένα φάρμακο. Ο ίδιος ρόλος εκατό, διακόσιες φορές. Η βοηθός που ξεχνάει μονίμως να ράψει σφιχτά τις μασχάλες του κοστουμιού.
Η θεατρική ακαμψία της φόρμας και η έλλειψη φαντασίας του κοινού. Ο φόβος της ξαφνικής κατάρρευσης, η φωνή που δεν βγαίνει. Η εσωτερική τραγωδία που εκλαμβάνεται ως κωμωδία. Τα βλέμματα που ακολουθούν το θήραμα και περιμένουν: Άνοδος ή πτώση; Θρίαμβος ή όλεθρος;
«Το θέατρο / και όλως ιδιαιτέρως η όπερα / δεν είναι / για έναν φυσιολογικό άνθρωπο» υποστηρίζει ο Δόκτωρ ενώπιον της Βασίλισσας της Νύχτας και του Πατέρα της, ένα βράδυ μετά από τη διακοσιοστή εικοστή δεύτερη παράσταση του «Μαγικού Αυλού» σε κάποιο ξακουστό κεντροευρωπαϊκό θέατρο.
Ο Δόκτωρ δείχνει να θαυμάζει σφόδρα τη νεαρή σοπράνο, τη «διασημότερη απ' όλες τις τραγουδίστριες κολορατούρας που εμφανίζονται σήμερα στη σκηνή», την ίδια στιγμή, όμως, ο πατέρας της ξέρει μόνο να παραπονιέται για την υποτιθέμενη αναισθησία της κόρης του, που φτάνει πάντα στο κτίριο τελευταία στιγμή.
Κανένας από τους βασικούς ήρωες δεν έχει όνομα, τους μαθαίνουμε μόνο ως ιδιότητες, ως ρόλους. Η ανθρώπινη διάσταση έχει προ πολλού χαθεί: ο Πατέρας την έπνιξε οικειοθελώς στο αλκοόλ και στην άγνοια, ο Δόκτωρ την έβαλε στο τραπέζι ανατομίας και τη μετέτρεψε σε δωδεκάτομη μελέτη πάνω στο ανθρώπινο σώμα.
Όσο για τη Βασίλισσα της Νύχτας, αυτή αναδύεται ως ένα τέλειο καλλιτεχνικό προϊόν: μια ύπαρξη πέρα από τις ανθρώπινες προδιαγραφές, μια «μηχανή κολορατούρας», μια Φωνή – υπέροχη, εξωπραγματική, εξαϋλωμένη, ασώματη.
«Βάλτε μου άσπρο / πολύ άσπρο / το πρόσωπο / πρέπει να είναι ένα εντελώς τεχνητό πρόσωπο / το σώμα μου / τεχνητό / όλα τεχνητά» λέει η Βασίλισσα στη βοηθό της. Και ο Δόκτωρ σχολιάζει: «Όπως ξέρετε, κυρία Φάργκο / έχουμε να κάνουμε / με κουκλοθέατρο / δεν παίζουν άνθρωποι εδώ / αλλά μαριονέτες».
Τεμαχισμένοι εγκέφαλοι και ανεγκέφαλοι θεατές, η τεχνική του θανάτου και η τέχνη της σκηνής, το εσωτερικό ενός πτώματος και το ψαχνό ενός ρόλου, ο ηθοποιός που ξεκινά αδαής και καταλήγει παράφρων, αιωνίως αναζητώντας να προτάξει μια μέθοδο απέναντι στην τρέλα, να κρύψει την αγωνία του πίσω από ένα φαινομενικά αβίαστο νούμερο ακροβασίας, όλες αυτές οι παράμετροι γονιμοποιούνται αριστοτεχνικά ενώπιόν μας χάρη στον μεταδοτικό σκηνοθετικό και υποκριτικό οίστρο του Γιάννου Περλέγκα.
Ο μπερνχαρντικός λόγος, έχοντας περάσει από πολλά φίλτρα χιούμορ και φαντασίας, αναδύεται εδώ σπαρταριστός, σπινθηροβόλος, αναβαπτισμένος. Ο Δόκτωρ-Περλέγκας μετατρέπει την παθολογοανατομία σε υπέροχο και ανορθόδοξο σόου με φράκο και σαμπάνια: γίνεται ένας ακούραστος κονφερασιέ που ανοίγει το κείμενο προς τους θεατές, μετατρέποντας τη διαδικασία αυτής της παιχνιδιάρικης ανάγνωσης σε πράξη συλλογική, ευφρόσυνη και πολυεπίπεδη.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στα προφανή ευρήματα (τη σαμπάνια που μοιράζεται στο κοινό, τις εξορμήσεις στους διαδρόμους της πλατείας) ή στα σαρκαστικά, αυτοαναφορικά σχόλια («ξέρετε τι τσαπατσουλιά επικρατεί σ' αυτό το θέατρο;») αλλά σε μια γενικότερη αίσθηση ότι το εξωστρεφές παραλήρημα του ηθοποιού έχει ανάγκη από εμάς τους θεατές για να ανθήσει.
Αν αρνηθούμε, ο καρδιογράφος –ο επίμονος ήχος του οποίου υπενθυμίζει σταθερά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης τη θνητότητα που χτυπάει μέσα μας– μπορεί να σταματήσει να λειτουργεί. Και τότε, η εφήμερη φύση του θεάτρου, εύθραστη όσο η ανθρώπινη φωνή, κινδυνεύει να διαλυθεί.
Πράγματι, ο σκηνοθέτης φέρνει όλη την πολυπλοκότητα της θεατρικής πράξης στο προσκήνιο: από το γελοίο των παρασκηνίων έως το μεγαλείο της σκηνής. Ο αγώνας δρόμου που μεσολαβεί, η ανάσα που κόβεται ξανά και ξανά, η μάχη ενάντια στον χρόνο και την κόπωση, το άχθος των προσδοκιών, η σχέση αγάπης-μίσους με το κοινό.
Με πάθος και ακρίβεια μεταδίδει η Ανθή Ευστρατιάδου, ως Βασίλισσα της Νύχτας, τις σκοτεινές και φωτεινές πλευρές αυτού του παράξενου όντος που λέγεται «καλλιτέχνης»: την ασφυξία που της προκαλεί η γονεϊκή καταπίεση, την υστερική παραμόρφωση που έχει υποστεί ο ψυχισμός της, το φορτίο της παιδικής ηλικίας που δεν βιώθηκε ποτέ, μετατρέποντάς τη σε ένα αφύσικο κορίτσι-γυναίκα έτοιμο να τα τινάξει όλα στον αέρα, να μην τραγουδήσει ποτέ ξανά: «Εξάντληση / τίποτ' άλλο εξάντληση» είναι οι τελευταίες λέξεις του έργου και ανήκουν σ' εκείνη. Πόζα ή επανάσταση; Ο κύκλος θα ενεργοποιηθεί εκ νέου.
Κλασικά κωμικά νούμερα επιστρατεύονται προκειμένου να αποδοθεί η πάντοτε παρανοϊκή συνθήκη της ύπαρξης, καλλιτεχνικής και μη, που λαχταρά την υπέρβαση της σάρκας, αλλά συνήθως καταλήγει με το πρόσωπο χωμένο στη γαβάθα του κονσομέ ή πασαλειμμένη με μια λευκή τούρτα. Απολαυστικότατη εμφάνιση-έκπληξη στον ρόλο του Πατέρα ο Χρήστος Μαλάκης, φιγούρα-καρτούν με γουρλωτά μάτια, ένα γιγάντιο γιουβαρλάκι με κοντά ποδαράκια που κυλιέται από τη μια επιφάνεια στην άλλη, παραδομένος στη λήθη του αλκοόλ και της τύφλας του. Συμπαθέστατος, επίσης, ο Γιάννης Καπελέρης ως κουτσή, fatiguée βοηθός της Βασίλισσας.
Η καλοδουλεμένη γκροτέσκα όψη του εγχειρήματος (Λουκία Χουλιάρα) –με γιγάντια «ηλεκτρισμένα» μαλλιά και παρακμιακό μακιγιάζ εμπνευσμένο από τους πίνακες του Otto Dix (σχεδιασμός μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου)– εξυπηρετεί ιδανικά τις σκηνοθετικές επιδιώξεις, ενώ ο σχεδιασμός του σκηνικού χώρου –πλήθος «κουτιών» με διαφορετικά ύψη– συνθέτει ένα αλληγορικό, αφηρημένο τοπίο που καθοδηγεί τις κινήσεις των ηθοποιών.
Μέσα σε αυτό τον «τεμαχισμένο» χώρο η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, έμπλεη ρυθμού και ποιητικότητας, ρέει αφράτη σαν την πιο φίνα σαμπάνια.
Μια σαγηνευτική παράσταση, της οποίας θα μπορούσε ενδεχομένως να μειωθεί ελαφρώς η διάρκεια, ειδικότερα στο δεύτερο μέρος.
Μια εξαιρετική ανατομία της ψυχής του «θεατρίνου», όπως ποτέ δεν θα μπορούσε να την επιτύχει το χειρουργικό νυστέρι αλλά μόνο η ευαίσθητη συγγραφική πένα και οι ίδιοι οι νευρικοί κλόουν που εκτίθενται, πασχίζοντας τρυφερά να αγαπηθούν από τα μέλη του κοινού που καμώνονται πως βρίζουν.
Αγορά Εισιτηρίων «Ο αδαής και ο παράφρων»
Πηγή: Lifo.gr
Διαβάστε την κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα