Η ομήγυρις του Ίψεν στην «Αγριόπαπια», όλοι ανεξαιρέτως, τρέφουν μια ψευδή – με την έννοια της εξιδανίκευσης – εικόνα για τον εαυτό τους ή (και) για τους άλλους. Ο κεντρικός ήρωας, ο φωτογράφοςΓιάλμαρ Εκνταλ θεωρεί πως είναι ένας άξιος βιοπαλαιστής με προοπτικές να γίνει σημαντικός εφευρέτης. Ο παιδικός του φίλος Γκρέγκαιρες Βέρλε έχει πειστεί για τις ικανότητες του Γιάλμαρ κι αφετέρου έχει επιφορτίσει τον εαυτό του με το καθήκον του κομιστή της αλήθειας για το καλό των ανθρώπων γύρω του. Ο πατέρας του, ο γερο – Εκνταλ βεβηλώνει καθημερινά την ένδοξη πορεία του ως στρατιωτικός κάτι που δεν τον εμποδίζει να ζει με τις αναμνήσεις της. Η γυναίκα του, Γκίνα περνιέται για “ηθική” και τίμια ενώ η κόρη του Χέντβικ – ίσως η πιο αμόλυντη παρουσία από τον ιό των ψευδαισθήσεων – δέχεται τον κόσμο όπως στρεβλά της παρουσιάζεται μέσα στο φτωχικό της σπίτι. Ο βιομήχανος πατέρας του Γκρέγκαιρς αυτο-λανσάρεται ως φιλεύσπλαχνος σωτήρας και η μέλλουσα σύζυγος του κυρία Σόερμπι ως μοναδική του ελπίδα στην ευτυχία. Και ούτω καθεξής – οι ήρωες εξάλλου που περνούν από το έργο υπερβαίνουν τους δέκα.
Η, πολλαπλών διατυπώσεων, θεωρία ανάμεσα στο «είναι» και στο «φαίνεσθαι» απασχολεί εκτεταμένα τον Νορβηγό δραματουργό που, όπως ο ίδιος είχε επισημάνει, έγραφε για τη «σύγκρουση που προκύπτει ανάμεσα στις ικανότητες ενός ατόμου, στα σχέδια του και σε αυτό που είναι όντως πιθανό». Η τριβή ανάμεσα στα δύο αυτά σημεία, σύμφωνα πάλι με τον Χένρι Ιψεν, είναι η σπίθα που παράγει «την τραγωδία και την κωμωδία του ανθρώπινου είδους». Ως εκ τούτου, η «Αγριόπαπια» ακροβατεί ανάμεσα στο κενό αυτών των δύο πόλων, παράγοντας το ιβρυδικό είδος της τραγικωμωδίας. Οι ηθοποιοί οι οποίοι υποδύονται τους ήρωες του έργου, δεν ερμηνεύουν απλώς ένα χαρακτήρα, αλλά ένα πρόσωπο που (με την σειρά του) υποδύεται κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Γίνεται αντιληπτό ότι οι απαιτήσεις του ανεβάσματος της «Αγριόπαπιας» είναι πολλαπλές, πως οι ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν είναι εξαιρετικά λεπτές. Και πως δεν προέχει μόνο να αποδοθούν σωστά υφολογικά αυτοί οι ετερόκλητοι κόσμοι αλλά να καταγραφεί και το στιβαρό ιδεολογικό εκτόπισμα του έργου: Η αλήθεια ως αξίωμα. Για τον Ιψεν βεβαίως σημασία δεν έχει μόνο η αλήθεια ως διατύπωση αλλά και οι διαχειριστές της. Δεν φτάνει μόνο να λέγεται η αλήθεια αλλά είναι εξίσου σημαντικό και ποιος είναι εκεί για να την ακούσει.
Η παράσταση ανταποκρίνεται, καταρχάς, στην προβληματική του συγγραφέα. Ο Δημήτρης Τάρλοου καθοδηγεί τους ηθοποιούς του ώστε να δώσουν χαρακτηριστικά προσωπικής αλήθειας στα εδραιωμένα ζωτικά ψεύδη των ηρώων τους. Τα πρόσωπα που βλέπουμε να κατοικούν τη σκηνή έχουν πιστέψει τόσο πολύ στο ψέμα (που θαρρούν πως τους περιγράφει) ώστε αυτό έχει γίνει δευτέρα φύση τους – όπως η τραυματισμένη αγριόπαπια έχει απεκδυθεί την άγρια φύση της κι έχει λουφάξει στο κοτέτσι των Εκνταλ. Την ίδια ώρα, η σκηνοθεσία δεν παραλείπει να κάνει πολιτικές νύξεις: Καθώς ο Ιψεν γράφει σε μια εποχή που ο καπιταλισμός είναι πλέον μια διαμορφωμένη πραγματικότητα, η παράσταση φροντίζει να δώσει σήματα για το πως αυτός έχει αλλοτριώσει τον άνθρωπο και τις ηθικές αξίες του, για το πως τον στρέφει στον ατομικισμό και τελικά έχει οδηγήσει στην ανάγκη επινόησης ψευδαισθήσεων προκειμένου να συνεχίσει να επιβιώνει. Ως εκ τούτου, οι ιδεολογίες μοιάζουν με πουκάμισο αδειανό αφού κανείς στην πραγματικότητα δεν είναι διατεθειμένος να θυσιάσει κάτι από την τακτοποιημένη ζωή του για να τις υπηρετήσει.
Επιπλέον, η σκηνοθεσία διατηρεί με προσοχή την ισορροπία ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό και κυρίως αφήνει ελεύθερο χώρο για τη σύζευξη αυτών των δύο υφών και συναισθηματικών καταστάσεων που διατρέχουν το έργο από την πρώτη έως την τελευταία πράξη. Εδώ είναι εξαιρετικά σημαντική η συμβολή των πρωταγωνιστών που ανοίγονται εξίσου στο δραματικό και στο γελοίο. Πρώτος και καλύτερος ο Γιάννης Κότσιφας. Ο Γιάλμαρ του είναι ίσως η πιο κραυγαλέα περίπτωση ιψενικού χαρακτήρα που χρειάζεται να διανύσει μια μεγάλη απόσταση από αυτό που είναι κι από αυτό που νομίζει πως είναι: Φυγόπονος, τεμπέλης και κοιλιόδουλος αυτο-συστήνεται ως κεφαλή της οικογένειας του με μεγάλους στόχους επαγγελματικής εξέλιξης. Ο Κότσιφας φροντίζει να ξεγυμνώσει και να εκθέσει τον ήρωα του σταδιακά, χωρίς ευκολίες και να τον αφήσει έκθετο στα μάτια μας ως ασήμαντο ανθρωπάκο. Ο Γιάννος Περλέγκας στήνει προσεκτικά το πορτρέτο του Γκρέγκαιρς, του εκφραστή της αλήθειας και φορέα των ιδεών ο οποίος εκτρέπεται από τον ευγενή σκοπό του από την στιγμή που αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι ο φίλος του είναι ένας ανίκανος δέκτης τους. Αν είχε εκτονώσει μεγαλύτερη από τη συνήθη του ερμηνευτική θέρμη, θα μιλούσαμε για μια ακόμα υποδειγματική του ερμηνεία. Η Λένα Δροσάκη αποδίδει με ωραίο μέτρο και γνησιότητα το ρόλο της Γκίνα – παρότι και η δική της ηρωίδα πνίγεται στη δίνη των ψεμάτων – η Σίσσυ Τουμάση φέρει την αθωότητα και τη μελαγχολία της έφηβης Χέντβικ που πασχίζει να πιαστεί από κλωστές βεβαιοτήτων των μεγάλων. Ο Αντίνοος Αλμπάνης δίνει μια δυναμική εκδοχή του γιατρού Ρέλινγκ – αν και ο κυνισμός του ήρωα του θα του επέτρεπε ενδεχομένως λιγότερο στόμφο στην ερμηνεία του. Ο Γιώργος Μπινιάρης ενσαρκώνει με συνέπεια το μεγαλείο της παραίτησης και με αυτή την έννοια ερμηνεύει κι αυτός ένα ρόλο – ψευδεπίγραφο. Ο Θέμης Πάνου, παρά τη σύντομη εμφάνιση του ως βιομήχανος Βέρλε δίνει το στίγμα αλαζονείας της μεγαλοαστικής τάξης ενώ η Άννα Μάσχα καταφέρνει αυτό που μόνο οι πρωταγωνίστριες μπορούν: Να δώσει μέσα σε, επίσης, μικρό παρασταστικό χρόνο το σχήμα της ηρωίδας της χάρη στο ερμηνευτικό κύρος και τον έλεγχο των εκφραστικών της μέσων.
Εκεί που ωστόσο η παράσταση αμφιταλαντεύεται είναι στο ρυθμό της – μια αναγκαία αξία ειδικά όταν μιλάμε για ένα κείμενο που ακροβατεί και τελικώς ταξινομείται σ' έναν ενδιάμεσο χώρο. Μια σφιχτότερη παρτιτούρα θα λειτουργούσε ευεργετικά και ως προς την υφολογική αμφισημία του έργου και ως προς τα επείγοντα ζητήματα που αυτό κυοφορεί. Μόνο κατά την αφήγηση της τέταρτης και της πέμπτης πράξης η παράσταση αποκτά την επικτατικότητα που της αρμόζει και ίσως αυτό απομένει να κατακτηθεί. Εκτός κι αν ο Δημήτρης Τάρλοου επιδιώκει να επενδύσει περισσότερο στην ιθαγένεια των ηρώων που, ως Νορβηγοί, δεν φημίζονται για την εκδηλωτικότητα τους. Αναπαριστώντας αυτό το ψυχρό περιβάλλον εξάλλου, εικονοποίησε την παράσταση και η Ελένη Μανωλοπούλου επιλέγοντας μια μινιμαλιστική λευκότητα να κυριαρχήσει επί σκηνής.
Της Στέλλας Χαραμή