Το πρωί ο Γιάννος Περλέγκας τρέχει την κόρη του στον παιδικό σταθμό. To μεσημέρι τον βρίσκει στις πρόβες της «Αγριόπαπιας» του Ιψεν που ανεβάζει ο Δημήτρης Τάρλοου (22/11) στο «Πορεία», τα βράδια τον συναντάμε για λίγες ημέρες ακόμη στο επιτυχημένο «Relax… Mynotis» του Βασίλη Παπαβασιλείου στο Θέατρο Τέχνης, ενώ ετοιμάζεται να επαναλάβει το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ «Ο αδαής και ο παράφρων».
Σε ένα μικρό διάλειμμα απ’ όλα αυτά, μιλάει για τον Ιψεν και δηλώνει σαγηνευμένος. «Είναι τρομακτικά σύγχρονος και εφάμιλλος του Σαίξπηρ. Ακριβώς επειδή είναι πολύ δραματικός, είναι με έναν τρόπο και πολύ κωμικός σ’ αυτό το έργο. Ο πόνος του είναι σαρκαστικός και αυτοσαρκαστικός επειδή επί της ουσίας μιλάει για μια συλλογική αυταπάτη. Και είναι ενδιαφέρουσα συγκυρία να συναντιέται κανείς με αυτό το θέμα, σε μια στιγμή συλλογικής ελληνικής αυταπάτης».
Στην «Αγριόπαπια» υποδύεται τον ιδεαλιστή της ιστορίας. Ο Γκρέγκερς, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ξανασυναντά τον παιδικό του φίλο Γιάλμαρ Εκνταλ, που ζει σε μια πλάνη ως προς την οικογενειακή γαλήνη του.
«Η πολιτική προέκταση»
Ο ήρωας, με κάθε θυσία, οδηγεί την οικογένεια στην καταστροφή της ψευδαίσθησής της. «Υπάρχει μια στέρεη ρεαλιστική βάση αλλά κι ένα μεγαλύτερο στοίχημα, σχεδόν φαουστικό. Ο Γκρέγκερς προκαλεί στον παιδικό του φίλο αυτό που προκαλεί ο Μελιστοφελής στον Φάουστ. Κάτι που θέλει να ξεσκεπάσει την αλήθεια μοιάζει διαβολικό. Το αίτημα για το οποίο μιλάει είναι οντολογικό και πέραν μιας ρεαλιστικής βάσης όπου ένας καταστροφέας έρχεται να διαλύσει τις αυταπάτες μιας δήθεν ευτυχισμένης οικογένειας. Ο Ιψεν μιλάει για την κατάρριψη του μικροαστικού ψεύδους, βάζοντας έναν ήρωα να απαρνείται την τάξη του και ό,τι πρεσβεύει ο πατέρας του. Μέσω αυτής της ιδεολογικής και ταξικής απάρνησης, παλεύει για κάτι διαταξικό. Αυτό μοιραία έχει μια πολιτική προέκταση».
Τι μας συνδέει με τον κόσμο που περιγράφει ο Νορβηγός στοχαστής; «Είμαστε εκπαιδευμένοι στο κουκούλωμα, στο “να τη βγάλουμε καθαρή”, να μεταφράζονται οι έννοιες κατά πως βολεύει κάθε κυβέρνηση. Βλέπουμε ηττημένους ανθρώπους που δεν μπορεί να μην έχουν επίγνωση ότι είναι ηττημένοι.
Η ήττα είναι πιο ξεκούραστη από το να αγωνίζεσαι. Είναι πιο βολικό να είσαι γκρινιάρης, να νιώθεις ριγμένος. Βολευόμαστε πίσω από την κακιά Ευρώπη, ότι φταίνε οι άλλοι. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι αλήθεια, αλλά δεν σε αφήνει να πας παρακάτω, σε ερωτήματα που αφορούν τον εαυτό σου. Βολεύει την εξουσία που μας δουλεύει και εμείς συνεχίζουμε να τη στηρίζουμε».
Υποστηρίζει πως «δεν ήλπιζα τίποτα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είχα καμία αυταπάτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εξεπλάγην από το πώς χρησιμοποιήθηκε το πρόσχημα της αριστερής ιδεολογίας για να γίνουν πράγματα που δεν θα γίνονταν σε τέτοιο βαθμό από καμία άλλη κυβέρνηση. Το ψέμα ως αλήθεια και η αλήθεια ως ψέμα με αυτή την κυβέρνηση έχουν απογειωθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια λαϊκή Δεξιά με αριστερό κάλυμμα».
Από τους περιζήτητους πρωταγωνιστές της γενιάς του, μίλησε πριν απ’ όλους για το άγχος του ηθοποιού, την αγωνία των ποσοστών, την πολυδιάσπαση του καλλιτέχνη σε τρεις και τέσσερις δουλειές. «Βγαίνουν 600 ηθοποιοί κάθε χρόνο από 50 σχολές θεάτρου σε μια χώρα δέκα εκατομμυρίων. Καλλιεργήθηκε η εντύπωση ότι είναι ένα επάγγελμα που θα βγεις να τα πεις και θα υπάρξεις. Οτι έχουμε δικαίωμα να ανεβούμε όλοι στη σκηνή να πούμε κάτι. Ετσι, καλλιεργείται η εντύπωση στους νέους ότι δεν χρειάζεται να έχουν καμία εκπαίδευση, σύνδεση με το παρελθόν, καμία μαθητεία. Ομως και εμείς σαν γενιά παραχωρήσαμε το δικαίωμα να μην πληρωνόμαστε, υποτιμώντας την εργασιακή μας υπόσταση και κατ’ επέκταση υποτιμώντας την καλλιτεχνική μας υπόσταση».
Η πρώτη σκηνοθεσία
Στο διάστημα των 17 ετών που είναι στο θέατρο ένιωσε να τυποποιείται. Να πιέζεται στο κοστούμι του σεβαστικού, σοβαρού, ενοχικού παιδιού. «Επαιζα έναν χαρακτήρα όμοιο με τον χαρακτήρα που προσπαθούσα να επιβεβαιώσω στους άλλους ότι έχω». Κατάλαβε ότι δεν έφταιγαν οι άλλοι. Τότε ήρθε ο Τόμας Μπέρνχαρντ και η πρώτη σκηνοθεσία του. Ηταν ο συγγραφέας που τον σφράγισε, όταν 10 ετών είδε την παράσταση «Ρίτερ, Ντένε, Φος» του Λευτέρη Βογιατζή.
Μικρός για να κατανοήσει τους φιλοσοφικούς στοχασμούς του Αυστριακού συγγραφέα, όμως του άφησε σημάδια για να τον ξεκοκαλίσει στη θυμωμένη του εφηβεία και αργότερα στο θέατρο. Αλλαξε η οπτική του γωνία. Η παράσταση «Ιμμάνουελ Καντ» που σκηνοθέτησε ήταν συγκινητική. Ο «Αδαής και ο παράφρων», που ακολούθησε και θα επαναληφθεί τον Ιανουάριο στο «Πορεία», συγκλονιστική.
«Για να είσαι ελεύθερος πρέπει να γίνεις γονιός του εαυτού σου»
Οι σκηνοθεσίες συνδέθηκαν με τον απογαλακτισμό του. Ο Γιάννος Περλέγκας δεν το αρνείται. «Ηθελα να μην παραλύω από τον θαυμασμό μου για όσα λατρεύω. Αυτά μου έθεταν όρια. Ο θαυμασμός μου, λ.χ., για τον Λευτέρη Βογιατζή». Δίπλα του ξεκίνησε, 19 ετών, στην παράσταση «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν. Ηταν ακόμη μαθητής στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και είχε μάθει να τον βάζουν σε κατηγορίες. «Ο Λευτέρης με παρέλυε. Ακόμη παλεύω με τα καθήκοντα που έστησε μπροστά μου. Η επιμονή του ήταν βασανιστική και σε έβαζε σε ενοχική διαδικασία. “Θα πάρει χρόνια να καταλάβεις”. Εννοούσε τον προσωπικό λόγο. Την εμπειρία... Είχε δίκιο. Αυτό είναι το πρόβλημα της εποχής μας. Νομίζουμε ότι μπορούμε, χωρίς το παρελθόν πίσω μας. Οτι μπορούμε να αποδομούμε χωρίς να έχουμε χτίσει».
Η γέννηση της κόρης του, της πεντάχρονης Μαρίνας, τον έκανε να συνειδητοποιήσει πολλά. Κυρίως «ότι είμαι λιγότερο σημαντικός από αυτήν. Κάποια πράγματα που θα έπρεπε να έχω λυμένα, άρχισα να τα σκέφτομαι όταν γεννήθηκε». Δεν ήταν εύκολη περίοδος. Αλλά, αντί να ταμπουρωθεί σε ό,τι του εξασφάλιζε βασικούς μισθούς για αρκετούς μήνες, προσπάθησε να γίνει «αληθινός μαχητής κι όχι ένας συνθηκολογημένος που γκρινιάζει έχοντας εξασφαλίσει τα βασικά». Σταμάτησε να γκρινιάζει, έγινε πιο ανοιχτός και πιο δημιουργικός.
Καταφύγιο το ρεμπέτικο
Ξέρει να παλεύει. Και όταν έρχονται τα δύσκολα, βρίσκει καταφύγιο στο ρεμπέτικο. Βραδιές που συναντιέται μουσικά με τη Λένα Κιτσοπούλου και το σχήμα Ραστ Χιτζάζ. Ετσι έγιναν και κουμπαριές μεταξύ τους. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι έχτισαν ένα κοινό που τους ακολουθεί κάθε φορά που αποφασίζουν τέτοιες μουσικές συναντήσεις.
Από τον πατέρα του, τον ηθοποιό Τίμο Περλέγκα, αγάπησε το ρεμπέτικο, παρότι η παιδεία στη μουσική ήταν κλασική. «Σπούδαζα πιάνο», εξηγεί. Εξαιτίας του πατέρα, έμαθε να αγαπά αυτά τα ακούσματα και να συγκινείται με την αυθεντικότητά τους. Ηταν άλλωστε και συλλέκτης, που γνώριζε πολλές ιστορίες και περιστατικά γύρω από τους δημιουργούς και τα τραγούδια. Ωσπου τον έχασε ξαφνικά όταν ήταν 12 ετών. Μια περίοδος μαύρη, όπως και η εφηβεία.
Η μητέρα του, η Αριστούλα Ελληνούδη (κριτικός και δημοσιογράφος), τον πίεζε με το πιάνο. «Αγαπούσα πολύ την κλασική μουσική, αλλά είχε γίνει κανόνας. Τώρα που πέθανε, μπορώ να το πω: Το “πρέπει να γίνεις πολύ καλός” με έκανε να σιχαθώ το πιάνο που λάτρευα και λαχταρούσα. Οπως κατά καιρούς σιχάθηκα το θέατρο. Αυτό με έκανε να ασχοληθώ με τον “Αδαή και τον παράφρονα” του Τόμας Μπέρνχαρντ. Το “πρέπει να γίνουμε οι καλύτεροι”, “πρέπει να γίνουμε πρώτοι”, να είμαστε τέλειοι. Το έχουν πολλοί γονείς αυτό. Ισως, γι’ αυτό η παράσταση είχε επιτυχία. Επειδή είναι ένας διάλογος με τη μητέρα μου που όσο ζούσε δεν μπορούσα να τον κάνω μαζί της».
Η ευτυχής συγκυρία
Στο εξάμηνο της αρρώστιας της μέχρι τον θάνατό της, τον περασμένο Αύγουστο, «μπόρεσα να τη δικαιολογήσω. Μου έδωσε τον χρόνο να διαπιστώσω ότι δεν είμαι πια παιδί. Είναι πονετικό αλλά και απελευθερωτικό. Την αγαπώ περισσότερο. Και είναι ευτυχής συγκυρία που παίζω τον Γκρέγκερς στην “Αγριόπαπια”, ο οποίος έχασε τη μητέρα του και αποφασίζει να χάσει και τον πατέρα του για να βρει τη φωνή του. Για να μπορέσεις να είσαι ελεύθερος, πρέπει να γίνεις γονιός του εαυτού σου».
Ο Τίμος Περλέγκας δεν είδε τον γιο του στη σκηνή. Ενα βράδυ βγήκε από το σπίτι για να αγοράσει καπνό. Βρέθηκε νεκρός –από έμφραγμα του μυοκαρδίου– σε ένα παγκάκι, κοντά στον σταθμό του ηλεκτρικού στο Μαρούσι, όπου στάθηκε σαν ένιωσε μια έντονη αδιαθεσία.
Ομως του έλεγε συχνά: «Μη γίνεις ηθοποιός». Ολοι τότε θεωρούσαν ότι ο Γιάννος θα γίνει πιανίστας. Ξαφνιάστηκαν. Εκείνος δεν το μετάνιωσε.
Η αντίδραση του Θανάση Βέγγου ήταν χαρακτηριστική: «Μη, θα πάρει πίκρες ο μικρός», είπε όταν έμαθε πως διάλεξε το θέατρο. Πήρες πολλές αυτά τα 17 χρόνια, ρωτάω πριν κλείσει το κασετόφωνο και ο Γιάννος Περλέγκας πάρει τον δρόμο από το σπίτι του στην Κυψέλη, προς το θέατρο «Πορεία» στην πλατεία Βικτωρίας όπου κάνει πρόβες. «Οι πίκρες είναι οι εμπειρίες μου», λέει με τη σιγουριά του ανθρώπου που τον ατσάλωσαν.
«Αγριόπαπια». Παίζουν οι: Θέμης Πάνου, Γιάννος Περλέγκας, Γιώργος Μπινιάρης, Γιάννης Κότσιφας, Λένα Δροσάκη, Σίσσυ Τουμάση, Αννα Μάσχα, Αντίνοος Αλμπάνης κ.ά.
της ΓΙΩΤΑΣ ΣΥΚΚΑ
Διαβάστε τη συνέντευξη