Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

10 Δεκεμβρίου 2020
Αλεξάνδρα Αϊδίνη: Πάντα υπάρχει μέσα μου ένα ανικανοποίητο. Κάτι που ψάχνω πολλά χρόνια
article image
ΑΡΘΡΑ

Στα ορεινά των Πετραλώνων η πόλη με τα τσιμέντα της ανοίγεται μέχρι τη θάλασσα. Παρόλα αυτά, συμφωνούμε πως υπάρχει μια κάποια γοητεία σε αυτό το τοπίο. Έχουμε σκαρφαλώσει στο λοφίσκο που είναι δίπλα στο σπίτι της, μια ήσυχη μεσοπολεμική κατοικία. Ο ήλιος δύει.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη ταιριάζει πολύ σ’ αυτό σκηνικό. Ίσως φταίει η γλυκιά μελαγχολία του προσώπου της, ίσως που έχει μεγαλώσει σε αυτές τις γειτονιές από τότε που ήταν κοριτσάκι και ανήκει εκεί. Ίσως, πάλι, φταίνε τα σύννεφα που περνάνε ασταμάτητα πάνω από τα κεφάλια μας.

Τις τελευταίες εβδομάδες, η Αλεξάνδρα δηλώνει παρουσία μέσα από τις εναλλακτικές προσπάθειες του ελληνικού θεάτρου να διατηρήσει μια φωνή: Από τη μια, πρωταγωνιστεί στη ραδιοφωνική παράσταση «Οι Κορυδαλλοί της πλατείας Αμερικής» του Φίλιππου Φιλίππου που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καταλειφός για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Από την άλλη, επανακάμπτει με τον ρόλο της Μαρίνας Μπαρέ στην live streaming παρουσίαση της «Μεγάλης Χίμαιρας» του θεάτρου Πορεία, που τόσο την χαρακτήρισε. Και συνάμα αναμένει την σκηνική επιστροφή της με το «Μινόρε της αυγής» από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Παραμένει κάπως ενεργή σε μια δυστοπική εποχή για την παγκόσμια κοινωνία, και φυσικά για την τέχνη και το θέατρο.

Έχουν περάσει 16 χρόνια από το ντεμπούτο της στο λυρικό έπος του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το λιβάδι που δακρύζει» που την σύστησε δυναμικά, αλλά θα έλεγε κανείς πως η εικόνα αυτού του εύθραυστου, διάφανου κοριτσιού επιβιώνει ακόμα. Η ίδια ακυρώνει το κάδρο και μάλλον ήταν καιρός.

Νιώθεις ακρωτηριασμένη αυτόν τον καιρό;

Στο πρώτο lockdown αποχαιρετίσαμε μια παράσταση σε μια νύχτα. Τώρα, η κατάσταση μοιάζει ακόμα πιο βίαιη αφού δεν πρόλαβε καν ν’ ανοίξει ο κύκλος για τόσες δουλειές. Εγώ θα ήμουν στο «Μινόρε της Αυγής» στο Δημοτικό Θέατρο – το οποίο μετατέθηκε ελπίζοντας να παιχτεί το Φεβρουάριο. Είναι σαν να εγκυμονείς αλλά να μην γεννιέται τίποτα… Δεν θέλω να γκρινιάζω γιατί βιώνουμε ένα μικρό πόλεμο, οι προτεραιότητες είναι πολύ συγκεκριμένες, πρέπει να προστατευθεί η ζωή. Άλλωστε, προσωπικά είμαι από τους ευνοημένους αφού έχω από μια το streaming της «Μεγάλης Χίμαιρας», από την άλλη το ραδιοφωνικό έργο στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Καταλειφού ενώ το καλοκαίρι εργάστηκα για το Εθνικό με σκηνοθέτη τον Βασίλη Παπαβασιλείου οπότε και μπορέσαμε να ταξιδέψουμε σε όλους αυτούς τους σπουδαίους αρχαιολογικούς χώρους. Βέβαια, δεν μπορώ να το χαρώ γιατί ξέρω πως πάρα πολλοί άνθρωποι και συνάδελφοι μου δεν έχουν να ζήσουν. Αν νιώθω ακρωτηριασμένη είναι από τη νοσηρότητα της κατάστασης που βιώνουμε όλοι. Προσπαθώ να μένω δυνατή.

Τι σε ανησυχεί πιο πολύ σε αυτήν τη συνθήκη;

Το που τοποθετείται η τέχνη και ο πολιτισμός στην Ελλάδα. Δεν πρέπει μόνο να μας απασχολεί το γεγονός πως τα θέατρα είναι ανοιχτά ή κλειστά. Αλλά και το πως αυτά τοποθετούνται στο συλλογικό συνειδητό όταν σ’ ένα διάγγελμα πρωθυπουργού, σε μια συνέντευξη τύπου υπουργού, όταν παντού στον Τύπο δεν αναφέρονται ποτέ. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Αναδεικνύεται ένα πολύ βαθύ πρόβλημα. Απαξιώνεται ο πολιτισμός, το θέατρο, τα μουσεία, η μουσική, ένα τεράστιο κομμάτι ζωής: Η τέχνη είναι η τέταρτη διάσταση μας. Βρίσκω μεσαιωνικό πως στην Ελλάδα νομίζουμε ότι ο κόσμος μπορεί να προχωρήσει χωρίς τέχνη – χωρίς να εξετάζω καν το πως επιβιώνουν τόσες χιλιάδες ανθρώπων.

Όπως είπες, επιστρέφεις στη «Χίμαιρα» μια παράσταση που, με διάφορες αφορμές, επανέρχεται στη ζωή σου. Αναρωτιέμαι αν φοβήθηκες να μην εγκλωβιστείς σε αυτό το ρόλο.

Αισθάνομαι πως ο ρόλος της Μαρίνας με ανέδειξε. Τόσο η εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο Δημήτρης Τάρλοου όσο και η απήχηση που είχε η παράσταση με ωρίμασε και με πήγε σε μια άλλη διανοητική και επαγγελματική πίστα. Από εκεί και πέρα, έπρεπε να δικαιώσω αυτή την προσπάθεια και σε άλλες περιπτώσεις. Ομολογώ πως ήταν κάπως ζόρικο, αλλά το κέρδος και η χαρά ήταν τόσο μεγάλη ώστε όλα αυτά φαίνονται πια μικρά. Η «Μεγάλη Χίμαιρα» ήταν μια σπουδαία εμπειρία. Το ενδεχόμενο «να εγκλωβιστώ σε αυτή την επιτυχία» είναι παιχνίδι του μυαλού. Δούλευα δέκα χρόνια πριν τη Μαρίνα και συνέχισα να δουλεύω και μετά από αυτήν, αυτό έχει σημασία: Να εξελίσσομαι και παραμένω ζωντανή. Τώρα, αν έρθει ένας ακόμα ρόλος σαν της «Χίμαιρας» θα τον δεχτώ με ανοιχτή αγκαλιά.

Διακρίνεις το πριν και το μετά τη «Χίμαιρα; Λειτούργησε κάπως σαν σταθμός;

Ναι, προφανώς. Αυτό ήταν: Σταθμός για μένα. Με αφορμή αυτό το ρόλο μπήκα βαθιά και συναισθηματικά σε μια διαδικασία. Βεβαίως, σταθμός για μένα ήταν και ο «Ηλίθιος» του Στάθη Λιβαθινού, σταθμός ήταν τα χρόνια που δούλεψα στο Εθνικό πάνω σε τόσα έργα ρεπερτορίου μέσα από έντονες συνεργασίες. Σταθμός ήταν η «Χίμαιρα» και οι «Όρνιθες» με μια διονυσιακή χαρά κι έκσταση. Οι παραστάσεις και οι ρόλοι είναι σαν τις ανθρώπινες σχέσεις. Τώρα που επιστρέφω στη «Χίμαιρα» νιώθω σαν να ανταμώνω μ’ έναν εραστή με τον οποίο μοιράστηκα πολύ έντονες κι οδυνηρές στιγμές και είναι γνώριμο το σώμα, αλλά παράλληλα έχω αλλάξει κι εγώ κι εκείνος. Μοιάζει οικείο και καινούργιο μαζί. Ωστόσο, είναι ωραίο που το ξαναζώ τώρα – πόσω μάλλον με μια παράσταση που έχει κάνει ένα μεγάλο κύκλο και της δίνεται λίγη ζωή ακόμα, μέσα από ένα άλλο μέσο.

Από την πρώτη στιγμή που δούλεψες ως ηθοποιός μπήκες σε δοκιμασίες. Εγκατέλειψες τις σπουδές στη δραματική σχολή του Εθνικού για να πρωταγωνιστήσεις στο «Λιβάδι που δακρύζει» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είχες πάντα την έγνοια να δοκιμάζεις πράγματα;

Η πρόκληση που είχα ζήσει με τον Αγγελόπουλο ήταν γιγαντιαία. Τότε δεν την είχα συνειδητοποιήσει κι επεξεργαστεί απόλυτα. Τη βίωσα σαν μια μικρή ενηλικίωση, ως ένα παιδί που αποχωριζόταν για πρώτη φορά τους γονείς του. Ήταν τέτοιο το δέος, ο φόβος, το θάμβος· συνέβη μια έκρηξη μέσα μου και είναι κάτι που με διαπότισε και με έθρεψε για πάρα πολύ καιρό: Η πρόκληση του δύσκολου. Με τραβούσε πολύ και ίσως να με τραβάει ακόμα. Δεν είναι τυχαίο που συνεργάστηκα με τον Λευτέρη Βογιατζή ας πούμε. Ωστόσο, τώρα που μεγαλώνω κι αποκτούν άλλα πράγματα προτεραιότητα για μένα, κάπως αποχαιρετάω την ανάγκη να μπαίνω σε δύσκολες συνεργασίες. Αποζητάω κάτι πιο βατό, απλό και ζεστό.

Ποιές είναι αυτές οι προτεραιότητες;

Να συσχετίζομαι επί της ουσίας και ειλικρινά με τους ανθρώπους, να είμαι καλά. Είχα παραμελήσει πολύ την ανάγκη της ψυχικής και σωματικής μου ισορροπίας. Ήμουν καλά αλλά ό,τι καλό ερχόταν το βίωνα μ’ ένα βάσανο, μια ταλαιπωρία σαν να χρειαζόταν μια κάποια εξιλέωση. Οπότε προκρίνω το να είμαι καλά κι ας μην καταφέρω τόσα, κι ας μην είναι όλα στη θέση τους, κι ας μην είμαι τόσο καλό παιδί. Πλέον, θέλω να φροντίσω το σπίτι μου, τους δικούς μου ανθρώπους, να δώσω πιο πολύ χρόνο σε μένα, στην καθημερινότητα μου και γιατί όχι να μεγαλώσει η παρέα γύρω μου. Αφού, δυστυχώς, είμαι λίγο μοναχικός καβαλάρης.

Μοναχικός καβαλάρης, γιατί;

Πάντα υπάρχει μέσα μου ένα ανικανοποίητο. Κάτι που ψάχνω πολλά χρόνια. Και δεν νομίζω πως έχει να κάνει με τους άλλους, αλλά με μένα. Είναι λίγο παιδικό συναίσθημα, πιστεύω σε κάτι που θα έρθει κι αυτό με εξιτάρει. Οπότε μόλις κατακτήσω αυτό που αποζητώ, σαν να μένω κενή. Πρέπει να κοπιάσω από την αρχή, μέχρι την επόμενη φορά. Είναι μια μικρή αυτοκαταστροφική διαδικασία αυτή… Αλλά έχω μάθει να τη βλέπω με πιο πολύ χιούμορ, με πιο πολλή αποδοχή. Πάντως, μέσα σε αυτή τη διαδρομή δεν μου λείπει κάτι· ακόμα κι αν πάει έτσι καλά θα είμαι. Απλώς δεν συμβαίνει εκείνο το παραπάνω που θα κάνει τη διαφορά.

Με λίγα λόγια χάνεις το εδώ και τώρα περιμένοντας το κάτι παραπάνω;

Είναι αυτό για το οποίο έχουν μιλήσει σπουδαία πνεύματα στον κόσμο – όπως ο Τσέχωφ. Και είναι αυτό που με κινεί και με καταδιώκει ταυτόγχρονα. Ωστόσο, η ζωή περνάει και η χαρά κρύβεται σε μια στιγμή που κάποιος μπορεί ν’ αναρωτιέται «ποιος έφαγε όλα τα σοκολατάκια;». Δεν είμαστε αιώνιοι, λίγος χώρος μας αναλογεί σ’ αυτόν τον κόσμο. Πόσες απώλειες και καταστροφές πρέπει να ζήσουμε για να το καταλάβουμε;

Κι ενώ έχεις συνομιλήσει με την δυσκολία και την ταλαιπωρία, την ίδια ώρα εκπέμπεις την εικόνα του εύθραυστου, εσωστρεφούς κοριτσιού. Είναι έτσι;

Νομίζω ότι οι άνθρωποι έχουμε την ανάγκη να φτιάχνουμε μια κορνίζα του εαυτού, όπως λέει και ο Πιραντέλο. Φυσικά και έχω συνεισφέρει στο να υπάρχει η εντύπωση που περιγράφεις, γιατί με κάνει να νιώθω ασφαλής. Επίσης, η κοινωνία χρειάζεται να σε τοποθετήσει σ’ ένα πλαίσιο, να σε ταυτίσει με κάτι αφού αγαπά να κατηγοριοποιεί. Από την άλλη, σκέφτομαι πως είναι πολύ τρυφερό να με σκέφτονται ως κάτι εύθραυστο γιατί μου δίνει την πάσα να ζητήσω προστασία και προσοχή.

Είναι όμως μια παρεξήγηση;

Έχω κάνει πράγματα τα οποία χρειάστηκαν δύναμη. Κατά βάθος, είμαι πολύ ανθεκτική. Μου αρέσει να πέφτω, να χτυπάω και να ξανασηκώνομαι· μαθαίνω από αυτό, θέλω να είμαι καλή μαθήτρια και καλό παιδί αλλά όταν γίνει η στραβή δεν καταρρέω, γελάω, το ξεχνάω εύκολα, πάω γρήγορα παρακάτω, θυμάμαι μόνο τα καλά. Σε κάθε περίπτωση μου αρέσει η ευγένεια, η συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων και τώρα στέκομαι πιο πολύ σε αυτά τα χαρακτηριστικά.

Τι άλλο είσαι;

Είμαι πολύ μπούφος, γελοίο άτομο – βλέπεις δεν μου τυχαίνει και καμιά κωμωδία να το φανερώσω. Μου αρέσει η αστεία πλευρά της ζωής, μου αρέσει η ειρωνεία, ο αυτοσαρκασμός· εκεί καταφεύγω για βοήθεια. Συνεχώς, μου συμβαίνουν ευτράπελα. Δεν αντέχω την σοβαροφάνεια.

Θα έλεγες πως είσαι και τολμηρή;

Δεν είμαι ένα πράγμα. Κάποια πράγματα τα τολμώ, για κάποια δειλιάζω. Ανάλογα με τα τραύματα και τις ευαισθησίες μου… Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα να πω για τον εαυτό μου πως είμαι τολμηρή. Είμαι, όμως, περίεργη. Είμαι περίεργη να δοκιμάσω, ξεβολεύομαι συχνά. Κι αυτό χρειάζεται τόλμη σε δεύτερο χρόνο. Πάντως, πιστεύω πως η τόλμη αποδεικνύεται στα πολύ απλά πράγματα. Τόλμη είναι να εμπιστευτείς, ν’ ακούσεις, να μοιραστείς. Τόλμη δεν είναι ο τυχοδιωκτισμός.

Τι είδους μηχανισμοί σε απελευθερώνουν;

Η οικειότητα, το να νιώθω ασφαλής. Δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από αυτό. Νιώθω ελεύθερη όταν δεν είμαι με πολύ κόσμο. Επίσης, το θέατρο: Εκεί βρήκα τη φωνή μου, εκεί κατάλαβα ότι μπορεί τα πράγματα ν’ αποκτήσουν νόημα.

Σε τροφοδοτούν τα μεγάλα πάθη;

Ναι, αλλά – χωρίς να θέλω να ακουστώ συντηρητική – όσο περνάει ο καιρός δεν τα εμπιστεύομαι πια. Τα μεγάλα συναισθήματα έχουν κινήσει σπουδαία πράγματα αλλά πιστεύω πως το πάθος έχει να κάνει με μια έλλειψη. Πολλές φορές δε, είναι κοντά στην εμμονή γιατί σε βάζει σ’ ένα μονόπλευρο κανάλι. Σίγουρα, έχω βιώσει μεγάλα πάθη κι ακόμα έχω την τάση να παθιάζομαι. Όμως, πλέον τα κοιτάζω με ένα σκεπτικισμό. Δεν τα επιλέγω πια.

Ούτε και στον έρωτα;

Έρωτας είναι αυτός που θα περάσει τη δοκιμασία του μεγάλου πάθους. Φυσικά και είναι πολύ σημαντικό για τους εραστές να έχει υπάρξει σαν κοινή εμπειρία η μεγάλη λαχτάρα ώστε μετά να μπορούν να προχωρήσουν στο επόμενο δωμάτιο. Δεν υποτιμώ το ερωτικό πάθος γιατί αν λείψει τα πράγματα μεταφράζονται σε συμβιβασμό, ανάγκη – τα οποία επίσης έχω απορρίψει. Δεν θυσιάζω τον έρωτα για να μην είμαι μόνη ή για να νιώσω ασφαλής. Απλώς δεν φτάνει το σκέτο πάθος· εξαντλείται γρήγορα.

Άρα τι είναι αυτό που σε φέρνει παρούσα σε μια συνύπαρξη;

Δεν ξέρω ακόμα. Έχω ζήσει σε σχέσεις που με κράτησαν παρούσα εξαιτίας της βαθιάς εκτίμησης και εμπιστοσύνης που ένιωθα για τον άνθρωπο απέναντι μου. Ή γιατί μου έβγαζε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου μέσα από μια ελευθερία.

Ένα κορίτσι που διαρκώς αναζητά νέες πίστες πότε υποκύπτει στις ευκολίες του; Πότε δίνει το λιγότερο που μπορεί;

Αυτή είναι μια πολύ καινούργια ανακάλυψη για μένα. Και έχει να κάνει πολύ με αυτό που είπαμε πριν: Να θέτω προτεραιότητες. Θυμάμαι, όμως, πως όταν ήμουν μικρή ένιωθα ευτυχής όταν έκανα check στο μυαλό μου σε μια λίστα πραγμάτων. Τότε μόνο ηρεμούσα. Τώρα, καταλαβαίνω πως δεν μπορεί να είναι όλα στο κόκκινο κι όλα σημαντικά. Έχω συνειδητοποιήσει ότι δεν χρειάζονται τα πάντα το 100% μας.

Πώς ήσουν ως παιδί;

Νομίζω ότι μεγάλωσα αρκετά μόνη μου γιατί οι γονείς μου ήταν πολύ νέοι όταν με έκαναν κι έτσι μεγαλώναμε όλοι μαζί. Οπότε υπήρξαν πολλά πράγματα που μου διέφυγαν – αν και μου έχουν δώσει πάρα πολλά άλλα.

Σου κόστισε που ήσουν μοναχοπαίδι; Θα ήθελες να έχεις αδέρφια;

Πολύ! Και πολλά. Θυμάμαι από μικρή τη μαμά μου να μου λέει «σου έχω μια έκπληξη» κι εγώ κάθε φορά να περιμένω πως θα μου ανακοινώσει πως είναι έγκυος. Το περίμενα μέχρι τα 18 μου! Μετά παραιτήθηκα.

Οι γονείς σου είναι πολύ μέσα στη ζωή σου;

Είναι, ναι. Πάντα ήταν. Μαζί τους έζησα μια ζωή ροκ. Στην ηλικία μου είχαν ένα παιδί 17 χρονών. Και γι’ αυτό το λόγο, επειδή με έκαναν στα 23 τους με μεγάλωσαν χωρίς πρόγραμμα, πειθαρχία, η γονεϊκή προσοχή. Μου έχουν λείψει όλα αυτά. Βέβαια, δεν έλειψαν, οι ιδέες, η φαντασία, η αγάπη, η ωραία αναστάτωση, η δημιουργικότητα και η επικοινωνία. Ήμουν μεγάλη μαζί τους κι εκείνοι μικροί μαζί μου κι αυτό έφτιαξε ένα ιδιαίτερο σχήμα. Οι γονείς μου ήταν πάντα οι καλύτεροι μου φίλοι και εξακολουθούν να είναι. Υπήρξε μια φάση στην εφηβεία μου όπου προτιμούσα να πάω σινεμά με τους γονείς μου παρά να βγω με τους φίλους μου. Ευτυχώς, έβαλε το θέατρο το μαγικό του ραβδάκι και με εισήγαγε σε μια άλλη οικογένεια.

Οι γονείς σου σε έφεραν μέχρι την πόρτα του θεάτρου;

Παρότι ο μπαμπάς μου ήταν εικαστικός, η μητέρα μου δημοσιογράφος και το σπίτι μας ήταν ένα μουσικό κουτί και γεμάτο βιβλία, στο θέατρο πήγα ως έφηβη. Μέχρι τότε δεν είχα καμία επαφή. Άρχισα να συνοδεύω τη γιαγιά μου στις κυριακάτικες θεατρικές της εξορμήσεις και το μυαλό μου κόλλησε εκεί. Ήταν μια έκπληξη γι΄αυτούς όταν τους ανακοίνωσα πως θέλω να γίνω ηθοποιός αλλά με στήριξαν με τον πιο ωραίο τρόπο. Εκ των υστέρων, κατάλαβα ότι όλη αυτή η θεατρικότητα που είχε το σπίτι μας με είχε γαλουχήσει.

Με τη σειρά σου, θα ήθελες να κάνεις οικογένεια, παιδιά;

Ναι. Βέβαια, λέω πολλά χρόνια ότι θα ήθελα κι αυτό κάτι σημαίνει. Πάντως, όταν με ρωτάνε πάντα «ναι» θα λέω. Υπάρχει η επιθυμία κι άλλωστε δεν είναι ανάγκη να είναι παιδιά βιολογικά δικά μου. Ξέρεις, όταν βρίσκομαι με τα παιδιά των φίλων μου θέλω να παίξω. Με χάνουν στα παιδικά δωμάτια, νιώθω πολύ ισότιμα με τα παιδιά. Συνήθως, έτσι είναι οι άνθρωποι που δεν έχουν παιδιά κι είναι μάλλον αυτό που τους κρατάει πίσω: Δεν θέλουν ν’ αποχωριστούν το παιδί που κρύβουν μέσα τους.

Θα έκανες παιδιά και χωρίς σύντροφο;

Πρέπει να είναι τρομακτικά ζόρικο να μεγαλώνεις μόνος ένα παιδί. Και πιστεύω ότι ένα παιδί πρέπει να έχει πάντα δύο αναφορές (δεν εννοώ αναγκαστικά έναν άνδρα και μια γυναίκα) αλλά ένα δίπολο. Από την άλλη, δεν θεωρώ ότι κρέμεται ολόκληρη η ευτυχία ενός παιδιού από αυτό. Άσε που μου φαίνεται τρομερά άδικο για τον έρωτα μια γυναίκα ν’ αποζητά τον γονέα του παιδιού του. Δεν ψάχνω τον πατέρα του παιδιού μου, δεν θα φορτώσω σ’ έναν άνθρωπο αυτό το βάρος.

Μένεις στα Πετράλωνα, μεγάλωσες στο Θησείο. Δυσκολεύεσαι να απομακρυνθείς από όσα σε ανέθρεψαν;

Δεν είναι τυχαίο ότι με βρίσκεις εδώ εδώ. Μόλις ήρθαμε με τους γονείς μου από τη Ρώμη, μείναμε στο Θησείο. Αλλάξαμε τρία σπίτια αλλά όλα γύρω από την γειτονιά. Και καθώς η μαμά μου περπατούσε πολύ, οι βόλτες μας ήταν εδώ στα Πετράλωνα. Θα δυσκολευόμουν πολύ να φύγω από εδώ, δεν πιστεύω ότι υπάρχει πιο ωραία περιοχή στην Αθήνα.

Από την άλλη, η Ιταλία τι συναισθήματα σου δημιουργεί;

Αμφιλεγόμενα και συγκρουσιακά. Ονειρεύομαι στα Ιταλικά, φοβάμαι στα Ιταλικά, μετράω στα Ιταλικά, είμαι πολύ εκεί. Αλλά όταν πάω εκεί βιώνω το συναίσθημα του να μην είσαι ντόπιος μα ούτε και τουρίστας. Ακόμα δεν την έχω ορίσει μέσα μου με έναν τρόπο που να μου δίνει γαλήνη. Τελευταία αισθάνθηκα την ανάγκη να την ανακαλύψω λίγο. Είναι μια επιθυμία που διακόπηκε με την πανδημία. Έχω μεγάλη λαχτάρα να πάω στη Ρώμη μα κάθε φορά που πηγαίνω χρειάζομαι χρόνο να ενταχθώ. Είναι ένα κομμάτι μου απωθημένο, νιώθω ενοχές που δεν πήγα να ζήσω στη Ρώμη – μια πόλη φτιαγμένη για τους ανθρώπους. Από την άλλη, λατρεύω την Αθήνα παρότι είναι άναρχη και εχθρική. Πολλοί με ρωτάνε γιατί δεν έφυγα να δουλέψω στην Ιταλία και δεν έχω τι να απαντήσω. Κάποια στιγμή, βέβαια, ήμουν πολύ κοντά στο να φύγω αλλά με κράτησε ένας έρωτας κι ένας μικρός ρόλος. Βασικά έψαχνα άλλοθι για να παραμείνω στην οικεία μου κατάσταση.

Θα το σκεφτόσουν ξανά;

Δεν μετανιώνω, όλα είναι μπροστά να τα βρω με έναν άλλο τρόπο στη Ρώμη.

Που διαφέρουν οι Ελληνες και οι Ιταλοί;

Η Ελλάδα και η Ιταλία είναι δύο χώρες πολύ κοντινές σε νοοτροπία και πάρα πολύ διαφορετικές ταυτόχρονα. Καμιά φορά νομίζω πως δεν συμπαθώ ιδιαίτερα τους Ιταλούς, είναι τρομερά φαφλατάδες, ενώ οι Ελληνες είναι εξωστρεφείς αλλά τελικά πιο εσωτερικοί στην επεξεργασία.

Αγαπάς τη γλώσσα, τα Ιταλικά;

Ναι πολύ, τέλειωσα ιταλικό σχολείο. Μπορώ να γράψω καλύτερα στα ιταλικά παρά στα Ελληνικά. Όμως, όταν φτάνω στη Ρώμη χρειάζομαι χρόνο για να επιστρέψουν όλες οι λέξεις. Θυμάμαι πως είχα κάνει ένα πολύ ωραίο ταξίδι στην Μπιενάλε Θεάτρου όπου έμεινα δύο εβδομάδες στη Βενετία για μελέτη. Ηταν μια ιδανική συνθήκη να μιλήσω Ιταλικά με επαγγελματικό τρόπο.

Κείμενο: Στέλλα Χαραμή,10.12.2020, monopoli.gr

Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ