Η συνεργασία τριών ηθοποιών / σκηνοθετών / σχετικών με συγγραφή και δραματουργία, με ώριμο ταλέντο και οι τρεις, με γοητευτικές, σκηνικές προσωπικότητες, παιδεία, πολιτικοκοινωνική συνείδηση, αντισυμβατικές ιδέες και τολμηρά ανοίγματα σε διαχρονικά, δύσκολα ερωτήματα με σημερινές προεκτάσεις, δεν μπορεί παρά να πετύχει θαυμαστή χημεία στο παλίμψηστο πεδίο που λέγεται θέατρο. Η διασκευή – σκηνοθεσία – ερμηνεία ενός διηγήματος του Λέοντος Τολστόι από τους Ολια Λαζαρίδου (με δικά της, σύγχρονα, εμβόλιμα σχόλια), Γιώργο Νανούρη και Ηλία Κουνέλα γέννησε μια τρυφερή, ψυχο-κατευναστική παράσταση, που βρίσκει υπέροχους τρόπους να πει τις πιο σκοτεινές και άγριες αλήθειες σε μικρούς και σε μεγάλους. Ακόμη κι ότι ο Θεός μπορεί να είναι πιο άσπλαχνος κι από έναν απλό άγγελο. Ή ότι η ανέχεια μπορεί να σκληρύνει τους ανθρώπους τόσο, που να τρομάξουν μόνοι τους απ’ το κατάντημά τους. Το ξεχωριστό στην παράσταση είναι η πυκνή της απλότητα και η αφοπλιστική αθωότητα που αποπνέουν έμψυχα και άψυχα. Οπως η «σκιά» της Ολιας Λαζαρίδου, μια κούκλα με τα χαρακτηριστικά και το μέγεθός της (κατασκευή Μάρθα Φωκά), που την ακολουθεί και τη συντροφεύει στις τόσο φυσιολογικές συνδέσεις του παραμυθιού με το σήμερα. Οπως η μουσική-σχόλιο του Κωνσταντίνου Βήτα που ντύνει την παράσταση ή οι θερμοί, παραμυθητικοί φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου. Τα υπαινικτικά κοστούμια της Κατερίνας Χριστίνας Μανωλάκου (τι εύγλωττη λεπτομέρεια, τα υπερμεγέθη κόκκινα παπούτσια κλόουν του αγγέλου, έκπτωτου στο τσίρκο των ανθρώπων!) συναγωνίζονται τα έξοχα σκηνικά της: τις τρεις τρίφυλλες παλαιικές ντουλάπες, που γίνονται πόρτες, πύλες, κόσμοι, κάμαρες, άμαξες. Κι επισφραγίζουν τη συνέχεια φανερών, μικρών θαυμάτων που συντελούνται στην παραβολική παράσταση μα και στη ζωή. Φτάνει να καταλάβουμε, βέβαια, από τι ζουν οι άνθρωποι.
Άννυ Κολτσιδοπούλου