Με το που άρχισε η παράσταση «Prima Facie», φόρεσα τα γυαλιά μου. Δεν ξέρω πώς, αλλά κάπως μπερδεύτηκαν στα μαλλιά μου και τα φόρεσα στραβά. Μιάμιση ώρα μετά, δεν τα είχα διορθώσει. Είναι ο τρόπος της Λένας Παπαληγούρα πάνω στη σκηνή τέτοιος, που σε γραπώνει από τον γιακά, καθηλωτικά, δεν σου αφήνει περιθώρια περισπασμού. Στιγμές στιγμές νιώθεις ότι ακόμα και η αναπνοή σου μπορεί να ενοχλήσει την ακροβατική ισορροπία αυτού που παρακολουθείς. Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης δεν ακούστηκε ούτε «τσικ». Ενας μονόλογος, πιο πυκνό κείμενο δεν έχω συναντήσει. Σκέφτομαι ότι ο μονόλογος μπορεί και να είναι κάπως σαν πρωταθλητισμός του ηθοποιού. Εχω «μέσα μου» μονόλογους. Ας αναφέρω αυθόρμητα… «Δεσποινίς Μαργαρίτα» με την Ελλη Λαμπέτη, «Εγώ δεν» με τον Κωνσταντίνο Τζούμα, «Το πάρτι της ζωής μου» με την Ελένη Ράντου… Κάπου, όμως, όσο τα θυμάμαι, υπήρχε μια ανάσα. Εδώ; Γυμνή! Δεν έχω πιο πυκνό μονόλογο από αυτόν της Σούζι Μίλερ. Και η Παπαληγούρα παίζει… Πώς να το πω; «Κατά ριπάς». Τι πραγματεύεται αυτό το θεατρικό; Η Τέσα, μια νέα και λαμπρή δικηγόρος, εθισμένη στη νίκη. Κάπως ως άλογο κούρσας, από τις πανεπιστημιακές σπουδές της ακόμα, με ψυχής στοίχημα να ξεπεράσει την καταγωγή της από την εργατική τάξη και να φτάσει στην κορυφή του παιχνιδιού. Το καταφέρνει. Εξελίσσεται σε κορυφαία συνήγορο υπεράσπισης και τίποτα δεν της δίνει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από το να αθωώνει πελάτες. Βέβαια, με ελιγμούς συνειδησιακούς κατά το δοκούν. Σε ένα «σύστημα» ανδροκρατούμενο και βαθιά συντηρητικό.
Μέχρι που ένα βράδυ κακοποιείται σεξουαλικά από έναν συνάδελφό της, με τον οποίο ήδη έχει μια σεξουαλική ένωση. Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον, ιντριγκαδόρικο κατά τη γνώμη μου στοιχείο, στην εξέλιξη των προβληματισμών του θεατή. Αυτό και μας ανοίγει το πεδίο στον αδιαπραγμάτευτο σεβασμό τού «όχι» των ανθρώπων. Και αυτομάτως οι κανόνες του παιχνιδιού αλλάζουν. Αλλιώς παρακολουθεί, ζει πια «στο πετσί της» επάνω τους νόμους, τις τακτικές των δικηγόρων, τη «συμπεριφορά» των διαδικασιών, τις αντιλήψεις ηθικής. Το έργο σε προβληματίζει, σου πιλατεύει το μυαλό, σε ξεβολεύει σε μάχες νόησης. Ακόμα και αν στο τέλος χάνει ελαφρώς από τον ρυθμό που έχει κατορθώσει, με το να παραγίνεται «μανιφέστο», μπασταρδεύοντας το θέατρο με βήμα. Αλλά, ό,τι και να λέμε, αποκλείεται να μη συνεχίσετε τον εσωτερικό σας διάλογο και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη και την παραμεθεπόμενη. Το θεατρικό αυτό, σε ευρηματική σκηνοθεσία του Γιώργου Οικονόμου, σε ακολουθεί τόσο ως θέμα, όσο και ως πρωταθλητισμός ηθοποιίας. Ο έλεγχος του σώματος της σε μια διαρκή, ιλιγγιώδη κινητικότητα. Ο έλεγχος της φωνής της σε ένα σωρό εναλλαγές προσώπων επάνω στο πρόσωπο της. Η παντελής έλλειψη «βοηθητικών» στοιχείων, όπως π.χ. σκηνικά, κοστούμια, μουσικές… Ενας ακόμα, διάολε, πάνω στη σκηνή, ίσα να περάσει… Τίποτα! Μιάμιση ώρα! Δυο οθόνες με γκρι, καθόλου εντυπωσιακές εικόνες, ένα κομβικής σημασίας τραπέζι, μια λάμπα, ένα ανιαρό μπλε κοστούμι, άντε και ένα φόρεμα κόκκινο με τιγρέ γόβες. Σιγά! Και ωστόσο η άτιμη, αλωνίζει τον τόπο, δημιουργεί εικόνες, γεμίζει τον χώρο πρόσωπα, ακροβατεί. Από άλογο κούρσας, σε ένα «Θέλω τη μαμά μου» και μετά λιοντάρι. Ανάστημα, ισορροπίες. Αεικίνητη. Πώς το λέει ο στίχος ενός τραγουδιού «Να ζήσω ή να πεθάνω μ’ ένα κορμί ό,τι κάνω». Με ένα κορμί κα ένα θεατρικό τσαγανό θεριό! Να μου το θυμηθείτε, στο φινάλε ανατριχιάζει όλο σας το σώμα. Κλείνοντας, δεν υπάρχει περίπτωση, αναγνώστες μου, να μη μεταφέρω στο κείμενό μου και κάτι ακόμα που αφορά το Θέατρο Πορεία. Το κάνω κάθε φορά. Τον σεβασμό στον θεατή ως «τόπος» θεάτρου. Πολιτισμός είναι και το να έχεις σωστή θέαση όπου και να κάθεσαι, βολικές καρέκλες, ακουστική, καθαριότητα. Δεν το αναφέρουμε συχνά. Τους βγάζω το καπέλο. Αυτό είναι πολιτισμός στον πολιτισμό. Αξίζει να προλάβετε να πάτε.
Ρέα Βιτάλη, protagon.gr