Η παράσταση αναδεικνύει τις θηλυκότητες, αποδομώντας παιγνιωδώς τις αρρενωπότητες – μυθικές ή σύγχρονων, εύθραυστων μύθων.
ετά το «Traces of Antigone» (2020), ένα έργο που γνώρισε διθυραμβικές κριτικές εδώ και στο εξωτερικό, με επαινετικά σχόλια ακόμη κι από την επιδραστικότερη σύγχρονη φιλόσοφο πάνω σε θέματα ταυτοτήτων, Τζούντιθ Μπάτλερ, η Έλλη Παπακωνσταντίνου επανέρχεται στο προσφιλές της θέμα της θηλυκότητας σε συνδυασμό με μια αιρετική επανανάγνωση των αρχαιοελληνικών μύθων.
Το «Holy bitch!» είναι μια περφόρμανς με στοιχεία καμπαρέ, όπου τρεις γυναίκες, μετενσάρκωση ή επιβίωση των αρχαιοελληνικών Γοργόνων, η Σθενώ, η Ευρυάλη (που ήταν αγέραστες και αθάνατες) και η ακρωτηριασμένη (στο δάχτυλο) Μέδουσα βρίσκονται σε ένα σύγχρονο αρτοποιείο, πλάθοντας και φουρνίζοντας αρσενικά ανθρωπάκια. Ανακαλούν την τύχη της Μέδουσας, της πανέμορφης αδελφής, που την τιμώρησε η Αθηνά όταν στον ναό της προσπάθησε να τη βιάσει ο Ποσειδώνας, μεταμορφώνοντας τη στη γνωστή φρικτή Γοργόνα, με φίδια αντί για μαλλιά. Ένας άλλος άντρας, ο Περσέας, θα τη σκοτώσει κόβοντάς της το κεφάλι και χρησιμοποιώντας το ως δολοφονικό όπλο στην ασπίδα του, σκυλεύοντάς την.
Ο μύθος αναδιαμορφώνεται, επικαιροποιείται, γίνεται άρια, πανκ μελωδία και μπαλάντα, σε συνδυασμό με στίχους της Σαπφούς, εξαίροντας τη θηλυκότητα σε κάθε εκδοχή της, σε μια αχαλίνωτη ελευθερία, στην οποία αναμειγνύονται ποικίλα παραστασιακά υλικά: Το υψηλής τέχνης live video animation της Κατερίνας Σαββόγλου, που προβάλλεται στη μεγάλη οθόνη, δίνει στα επί σκηνής πρόσωπα ή σκηνικά αντικείμενα μια μορφή κόμικ, συχνά με πολλαπλά καρέ ή εικόνα με έντονο κόκκο που αλλοιώνει τα πρόσωπα. Παράλληλα, οι ζωντανά παιγμένες ωραίες μουσικές συνθέσεις του Πέτρου Μπούρα δίνουν την αφορμή για διαφορετικών ειδών τραγούδια, που ερμηνεύουν οι ηθοποιοί με εξαιρετικές φωνές, ενώ ανά διαστήματα παρεμβαίνει με τις δικές της μπαλάντες η αισθαντική Μαρία Παπαγεωργίου, διαρκώς παρούσα επί σκηνής σ’ έναν δικό της σκηνικό χώρο.
Τα εντυπωσιακά κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αγγίζουν στην υπερβολή τους το κιτς, δίνοντας και αυτά το στίγμα ενός παράταιρου καμπαρέ. Το κείμενο των Έλλης Παπακωνσταντίνου, Μπέρνχαρτ Γκλόκσιν και Νεφέλης Παπαναστασοπούλου υπερβαίνει κάθε συμβατική έννοια δομής. Αντίθετα, υπηρετεί πλήρως την αποδόμηση, την ελεύθερη, αν όχι τυχαία, συνεύρεση στοιχείων, τη διάχυση, αποκτώντας μια σουρεαλιστική (την, ούτως ή άλλως, καταγωγική του) αναφορά, κάτι που νομίζω είναι και το ζητούμενο της περφόρμανς αυτής. Παρόλο που το κεντρικό νόημα –αυτό της γυναικείας ελευθερίας πέρα από κάθε σύμβαση, έλεγχο, καταπίεση– διατρέχει τις διαδοχικές εικόνες και υποστηρίζεται έντονα και από τους στίχους των τραγουδιών, ίσως ο θεατής θα ήθελε μια έστω και χαλαρή δραματουργικά συνεκτικότητα μεταξύ στοιχείων που παρουσιάζονται και στη συνέχεια μένουν μετέωρα θεματικά.
Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στα χαρακτηριστικά της αυθεντικής θεατρικής περφόρμανς για να κατανοήσει καλύτερα το είδος που υπηρετεί η Έλλη Παπακωνσταντίνου ήδη από τις πρώτες δουλειές της, είδος που αναμφισβήτητα βρίσκεται σε στενό διάλογο με το αποκαλούμενο μεταμοντέρνο θέατρο. Οι καλλιτέχνες της θεατρικής περφόρμανς στηρίζονται πρώτιστα στα σώματά τους, όπως είχε επισημάνει έγκαιρα ο Μάρβιν Κάρλσον («Performance. A Critical Introduction», London, 1996), συμπληρώνοντας ότι από τη στιγμή που η έμφαση δίνεται στην παραστατικότητα, το ατομικό σώμα βρίσκεται στο επίκεντρο. Αυτό κάνουν και οι τρεις ηθοποιοί της συγκεκριμένης παράστασης. Το σώμα τους, παράδοξα ντυμένο ή γυμνό, σε συμβατικές ή μη αναμενόμενες στάσεις ή κινήσεις, πρωτοστατεί επί σκηνής, εκτεθειμένο στον θεατή στην πλήρη, ανυπόκριτη ελευθερία του.
Επιπλέον, όπως είχε αναλύσει σαράντα χρόνια πριν η Ζοζέτ Φεράλ («Performance and Theatricality», «Modern Drama», τ. 25, 1982), η περφόρμανς, μακριά από την έννοια του «συμβολικού» του παραδοσιακού θεάτρου, αποδομεί κώδικες και δομές του θεατρικού, διαρρηγνύει την αναπαραστατικότητα, αρνείται την αφηγηματικότητα, επιλέγει την ειρωνεία. Όλα τα παραπάνω στοιχεία χαρακτηρίζουν την παράσταση της Παπακωνσταντίνου, καθώς ακόμη και το κείμενο που ακούγεται δεν είναι παρά σπαράγματα κειμένου, ένα σουρεαλιστικό κολάζ ή παστίς, ένα μυθιστορηματικό μπρικολάζ, το οποίο αφήνει περιθώρια ντανταϊστικού αυθορμητισμού και ανάπτυξης ποικίλων διακειμενικοτήτων (Δ. Τσατσούλης, «Σημεία γραφής – Κώδικες σκηνής», Αθήνα, 2007). Υπό αυτή την οπτική, η παράσταση «Holy bitch!» αναδεικνύει τις θηλυκότητες, αποδομώντας παιγνιωδώς τις αρρενωπότητες – μυθικές ή σύγχρονων, εύθραυστων μύθων.
Το σκηνικό, με κυρίαρχες τις κουζίνες (γυναικείο αρχέτυπο) του αρτοποιείου και το πολλαπλών χρήσεων τραπέζι εργασίας, είναι της Μαρίας Πανουργιά, με εύγλωττα τα θραύσματα (θρυμματισμένη ελληνικότητα) από αρχαίες κολόνες. Η Στέβη Κουτσοθανάση δημιούργησε περίτεχνους φωτισμούς διαφορετικών αποχρώσεων.
Οι τρεις περφόρμερ αποδείχτηκαν εξαιρετικές στην κίνηση, στον λόγο, το τραγούδι. Εντυπωσιακή η Αναστασία Κατσιναβάκη με τις απρόσμενες άριες, εμφανισιακή παραδοξότητα με ωραία φωνή στα τραγούδια της η Francesca Diprima, καταπληκτική η Ελεάνα Γεωργούλη, η οποία κατέστησε ακόμη και τις πατερίτσες της (λόγω ατυχήματος) μέρος του σόου, φτάνοντας να κάνει ως και εντυπωσιακό σπαγγάτο. Αποδεικνύοντας, ακόμη μια φορά, ότι η θεατρική περφόρμανς είναι σωματικότητα που πηγάζει από καλοδουλεμένους ηθοποιούς και όχι άτεχνος καθημερινός λόγος απολιθωμένων σωμάτων.
Η παράσταση είναι δίγλωσση, ελληνικά και αγγλικά, με υπέρτιτλους. Όντας διεθνής συμπαραγωγή, τον Ιούνιο θα παρουσιαστεί στο Βερολίνο και στη συνέχεια στη Γαλλία. Η Έλλη Παπακωνσταντίνου έχει καταφέρει, μετά την εντατική και πρωτοποριακή δουλειά της στο Βυρσοδεψείο, πάλαι ποτέ έδρα της ομάδας της, να διανύσει μια αξιόλογη πλέον πορεία στο εξωτερικό, με παραστάσεις που εκκινούν από την αρχαιοελληνική κουλτούρα, καταλήγοντας στην αναδιαπραγμάτευσή της με σύγχρονους όρους και εργαλεία με επίκεντρο το ίδιο το γυναικείο σώμα σε έκκεντρες εκφάνσεις του.
Δημήτρης Τσατσούλης