bars

O Περλέγκας θα μπορούσε να σκηνοθετήσει την παράσταση και με τα μάτια κλειστά.

Σε μια σκηνή τεμαχισμένη από κύβους διαφορετικού ύψους που δημιουργούν επίπεδα, διαδρόμους και πολλαπλές οπτικές γωνίες –ένα λαβύρινθο που παραπέμπει στον κυβισμό, σε μια γκρίζα χρωματική παλέτα, τα πρόσωπα του έργου ζουν το δράμα τους, το δράμα του διαμερισματοποιημένου ανθρώπου, που κλείνεται στην κυρίαρχη ταυτότητά του για να μη συντριβεί• ένα είδος γκροτέσκου ανάλογου των ηρώων στις ασπρόμαυρες ταινίες του Μπέργκμαν. Ο Μπέρνχαρντ δεν περιορίζεται σε ένα ψυχογράφημα, αλλά θέτει φιλοσοφικά ζητήματα που έχουν να κάνουν, εν προκειμένω, με δύο πυλώνες του πολιτισμού μας, όπως τον γνωρίζουμε, την Επιστήμη και την Τέχνη. … Εδώ εμφανίζεται ξανά το μέγα παράδοξο της Τέχνης, μια παράσταση που μιλά για τη νεκρή Τέχνη και την απάνθρωπη Επιστήμη και κουλτούρα αναδύεται ως μια ολοζώντανη εμπειρία, που υμνεί το θέατρο (την Τέχνη) και τη δημιουργία. Στο επίτευγμα αυτό συμβάλλουν όλοι οι συντελεστές της παράστασης. Ξεκινώντας από το σκηνικό (Λουκία Χουλιάρα), περνώντας στο μακιγιάζ, τα κοστούμια και τις περούκες (Εύη Ζαφειροπούλου, Χρόνης Τζήμος), πηγαίνοντας στην κίνηση (Δήμητρα Ευθυμιοπούλου) και το ηχητικό περιβάλλον (Δημήτρης Τσούκας), φτάνοντας στους φωτισμούς (Νίκος Βλασόπουλος) περνώντας στην επιλογή των δράσεων των ηθοποιών, για να καταλήξουμε στην αρχή, στη σκηνοθεσία, που ενορχηστρώνει όλα τα παραπάνω σε ένα καλοκουρδισμένο σύνολο, λες και ο Περλέγκας θα μπορούσε να σκηνοθετήσει την παράσταση και με τα μάτια κλειστά.