bars

«Ηλέκτρα του Σοφοκλή»: Κριτική – Το πένθος, η εξέγερση και η κάθαρση

Η παράσταση «Ηλέκτρα» εκτυλίσσεται σε ένα σκηνικό, που ενσωματώνει μια εικόνα συμβολική και αφοπλιστική: μια σκάλα, που οδηγεί στο παλάτι, αλλά και στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Γύρω από τα σκαλοπάτια αυτά θα εξελιχθεί το δράμα.

Αρχικά, ο θίασος στέκεται απέναντι από το κοινό – σχεδόν σαν να μας διαχωρίζει: εμείς κι οι άλλοι. Οι θεατές και οι ήρωες. Οι επιζώντες και οι πληγωμένοι. Τα μέλη του χορού πλησιάζουν στους θεατές και γίνονται ένα με αυτούς και στη συνέχεια ξεπροβάλουν από το κοινό για να ενσωματωθούν στην τραγωδία, δίνοντας μια συμβολική διάσταση: αυτό που θα δούμε, θα μπορούσε να συμβεί σε κάθε σπίτι και σε κάθε εποχή. Και ίσως συμβαίνει δίπλα μας: η απόγνωση, η μοναξιά, η προσμονή. Είναι όλα εκεί.

Η σκηνοθετική επιλογή να κρατηθεί όλη η δράση στον εξωτερικό χώρο του σπιτιού – στο κατώφλι της εξουσίας – είναι ευφυής. Ό,τι πρόκειται να συμβεί, συμβαίνει «στα εν οίκω», αλλά εκτίθεται «εν δήμω».

Ο Ορέστης (Αναστάσης Ροιλός) είναι πολεμιστής, αλλά και άνθρωπος με ευαισθησίες. Φέρνει ένα γλυκό, άμεσο πάθος· δεν μοιάζει μόνο αποφασισμένος, αλλά είναι γεμάτος εσωτερική ένταση. Η στιγμή της αναγνώρισης με την Ηλέκτρα έχει βάθος — μια ανάσα που σπάει τον χρόνο.

Η Ηλέκτρα (Λουκία Μιχαλοπούλου) είναι το συναίσθημα σε καθαρή μορφή. Φορά μαύρα, κουβαλά το πένθος ως φορτίο σιωπής. Το πένθος δεν είναι μόνο στο σώμα της, είναι στη φωνή, στα χέρια, στον τρόπο που στέκεται. Ο θρήνος της για τον (υποτιθέμενο) χαμό του Ορέστη είναι σπαρακτικός. Τον παρακολούθησα με δάκρυα – κι όταν τελείωσε, συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνος. Το κοινό είχε βουβαθεί. Πίσω μου, κάποιος έκλαιγε με αναφιλητά. Και όταν ολοκλήρωσε τον θρήνο το κοινό ξέσπασε αυθόρμητα σε χειροκρότημα. Αυτό είναι θέατρο: όταν δεν είσαι μόνος στην εμπειρία.

Η Κλυταιμνήστρα (Ιωάννα Παππά) είχε μια είσοδο ανατριχιαστική, ένα δεύτερο σοκ στη σκηνή. Έφερε μαζί της το βάρος του εγκλήματος, το μίσος και την ενοχή. Η κινησιολογική εκμετάλλευση της σκάλας, τόνισε την ουσία του χαρακτήρα της – μητέρα, δολοφόνος, τραγική φιγούρα. Κάποια στιγμή τρέχει σαν γάτα ή σαν αράχνη προς την Ηλέκτρα δίνοντας μία επιπλέον διάσταση στη μοχθηρή της στάση.

Ο Πυλάδης (Περικλής Σιούντας) εμφανίζεται σαν πνοή. Με μια ανάσα ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του θεάτρου, με την ίδια ανάσα κατεβαίνει. Σαν φτερωτός αγγελιοφόρος του αναπόφευκτου. Δεν είναι απλά συνοδός ή πολεμιστής, αλλά παίζει φλογέρα, τρομπέτα, χορεύει. Για πρώτη φορά, ένας Πυλάδης που δεν είναι σιωπηλός συνοδός, αλλά ενεργός, ολοζώντανος, γεμάτος ρυθμό και πάθος.

Η Χρυσόθεμις (Γρηγορία Μεθενίτη) παρουσιάζεται ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα με λουλούδια – σύμβολο υποταγής στην εξουσία: «Αν θέλω να είμαι ελεύθερη, πρέπει να υπακούω». Η αντίθεση στο μαύρο της Ηλέκτρας είναι οπτικά και συναισθηματικά δυνατή, μια ηχηρή στιγμή διλήμματος.

Ο Αίγισθος (Νικόλας Παπαγιάννης) είναι διακριτικός αλλά επίμονος: αλαζόνας, επικίνδυνος, με σύντομη αλλά κρίσιμη εμφάνιση. Η παρουσία του φέρνει το έγκλημα στην καρδιά της οικογένειας.

Ο Παιδαγωγός (Γιάννης Αναστασάκης) είναι αστείος, αυστηρός, άνθρωπος του λαϊκού κόσμου – σταθερός συνοδοιπόρος του Ορέστη, γεφυρώνοντας το τραγικό με το ανθρώπινο στοιχείο.

Ο χορός αποτελεί ένα ενεργό στοιχείο, ένα σύμβολο των αλλαγών και της κοινωνίας. Δουλεύει ως αντίστιξη στα συναισθήματα. Μια βεντάλια χρωμάτων στον θρήνο της Ηλέκτρας. Δεν ήταν απλώς παρών· ήταν σάρκα από τη σάρκα της τραγωδίας. Ήταν σαν να βγήκαν από τα διπλανά αρχοντικά σπίτια, γυναίκες καθημερινές, οικείες, αρχόντισσες. Και μέσα στην απλότητά τους έφεραν μια αίσθηση, σαν να ανήκαν σε μια άλλη εποχή, ρομαντική και ευγενική. Κατέβηκαν τα σκαλιά του θεάτρου σαν κύμα. Ξεχύθηκαν στον χώρο, χωρίς θεατρική επιτήδευση, και ενώθηκαν με την Ηλέκτρα. Έγιναν ένα σώμα. Ο πόνος της έγινε δικός τους. Όταν εκείνη έπεσε, τις είδαμε να σπεύδουν δίπλα της – όχι για να παίξουν, αλλά για να την πιάσουν πραγματικά. Να τη στηρίξουν. Ήταν σαν να μην υπήρχε πια διαχωρισμός μεταξύ ηρωίδας και χορού. Μόνο συμπαράσταση. Μόνο κοινή ανάσα.

Τα φορέματά τους – όλα στο ίδιο σχέδιο, αλλά σε διαφορετικά χρώματα – δημιουργούσαν μια βεντάλια. Μια χρωματική πανδαισία μέσα στη σιωπή και τον πόνο της τραγωδίας. Τα χτενίσματά τους, κομψά, με σαφείς αναφορές στο στιλ μιας περασμένης δεκαετίας, έδιναν την αίσθηση μιας αθέατης κοινότητας που επιμένει να ζει μέσα στο χρόνο.

Μέσα σ’ αυτό το σύνολο, προσωπικά ξεχωρίσαμε την Άννα Συμεωνίδου. Με ακρίβεια, καθαρότητα και ψυχική παρουσία, έδωσε στο χορό μια κεντρική φωνή – όχι επειδή φώναξε, αλλά γιατί την ένιωθες να ακούγεται ακόμη και στη σιωπή μέσα από το πάθος της και την αγάπη της για όλη αυτήν την δουλειά.

Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, όπως παρουσιάστηκε από τον Δημήτρη Τάρλοου στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, ήταν μια παράσταση εσωτερικότητας, συναισθηματικά μεστή, που απέφυγε συνειδητά τον θεατρικό εντυπωσιασμό και στράφηκε προς το ουσιώδες. Ο Τάρλοου προσέγγισε την τραγωδία όχι ως ένα μνημειακό έργο προς αναπαράσταση, αλλά ως ζωντανό, ανθρώπινο δράμα, που εξακολουθεί να αγγίζει με ένταση τις σύγχρονες συνειδήσεις.

Στον πυρήνα της προσέγγισής του βρίσκονται οι χαρακτήρες – όχι ως μυθικές μορφές, αλλά ως εύθραυστοι άνθρωποι, βυθισμένοι στη σιωπή, στο αδιέξοδο, στο δίλημμα μεταξύ του ηθικού χρέους και της προσωπικής συντριβής. Η βία, η εκδίκηση, η οικογενειακή ρήξη παρουσιάζονται με κραυγές, με βλέμματα, σφιγμένα στόματα και λέξεις που προφέρονται με κόπο.

Η σκηνογραφία του Πάρι Μέξη – λιτή, λειτουργική – δεν επιβάλλεται, αλλά περιβάλλει διακριτικά τους ηθοποιούς, σαν εσωτερικό τοπίο. Το φως παίζει καθοριστικό ρόλο: άλλοτε κρύβει κι άλλοτε αποκαλύπτει, σαν να φωτίζει όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τις ενοχές τους. Η μουσική του Φώτη Σιώτα, μακριά από κάθε περιγραφική πρόθεση, λειτουργεί ως ψυχική ηχώ: δεν επενδύει απλώς τις σκηνές, αλλά αφουγκράζεται τις παύσεις τους.

Ο Τάρλοου καθοδηγεί την παράσταση με χειρουργική ακρίβεια, χωρίς εξάρσεις, με πίστη στον λόγο και τον ρυθμό του Σοφοκλή. Δεν αναζητά λύτρωση, ούτε επιβάλλει κρίσεις. Τοποθετεί τους ήρωές του σε μια ηθική περιοχή αβεβαιότητας, όπου όλα είναι ανοιχτά: το σωστό, το λάθος, το αναγκαίο και το ανθρώπινο.

Και όταν ήρθε η στιγμή της δολοφονίας – όλα βάφτηκαν κόκκινα. Η χρήση του καπνού και του φωτός ήταν εξαιρετική. Όχι αιματηρή, αλλά τελετουργική. Η κάθαρση δόθηκε με εικόνες που κόβουν την ανάσα.

Η τελική σιωπή της Ηλέκτρας είναι από μόνη της μια πράξη. Το κενό που αφήνει η εκδίκηση δεν γεμίζει. Η ζωή μετά δεν είναι λύτρωση, είναι επιβίωση μέσα στη σιωπή. Και αυτή η σιωπή είναι η πιο δυνατή φωνή της παράστασης.

Η «Ηλέκτρα» του Δημήτρη Τάρλοου είναι ένα έργο υψηλής συγκέντρωσης, στοχασμού και ευαισθησίας. Δεν προσπαθεί να συγκλονίσει με θεαματικά μέσα, αλλά να χαράξει σιγά σιγά μια ρωγμή στο εσωτερικό του θεατή. Και αυτή η ρωγμή, όταν έρθει, πονά. Ακριβώς όπως η μνήμη. Ακριβώς όπως η ενοχή.

Συνολικά, η παράσταση είναι ένα βιωματικό γεγονός, όπου συμμετέχει ο θεατής, συγκλονίζεται, βιώνει την κάθαρση. Οι ερμηνείες (Μιχαλοπούλου, Ροιλός, Παππά, Σιούντας, Μεθενίτη, Παπαγιάννης, Αναστασάκης) ισχυρές και συνεπείς, αναδεικνύουν το τραύμα και την εσωτερική ένταση. Η χρήση χώρου, η σκηνοθεσία και οι συμβολισμοί κάνουν αυτή την Ηλέκτρα μια αξέχαστη εμπειρία.

Σωτήρης Σουλούκος