bars

Είδαμε την παράσταση «Prima Facie» στο Θέατρο Πορεία

Με βραβείο Olivier το 2022 στο West End του Λονδίνου και βραβείο Tony το 2023 στο Broadway της Νέας Υόρκης, το θεατρικό έργο της νομικού και συγγραφέα Suzie Miller που έχουν ήδη παρακολουθήσει μισό εκατομμύριο θεατές σε περισσότερες από τριάντα χώρες, παρουσιάζεται στη χώρα μας σε σκηνοθεσία Γιώργου Οικονόμου και φιλοξενείται στην σκηνή του θεάτρου Πορεία.

Προσφέρει «εκ πρώτης όψεως» και εξ αρχής ένα πολύ σημαντικό λόγο παρακολούθησης και αυτός δεν είναι άλλος από την -δυστυχώς- επίκαιρη θεματική της γυναικείας σεξουαλικής κακοποίησης. Ο στόχος του θεατρικού φαινομένου -καθώς κείμενο και παράσταση συνθέτουν αυτόν τον όρο- εκπορεύεται από την συγχρονία μας, αντλεί την ύλη του από τη θεατρική γραφή και ενσαρκώνεται στη σκηνική αναπαράσταση καλώντας τον θεατή να αναστοχαστεί όχι μόνο πάνω στις αδρές γραμμές που αφορούν τη θεματική της έμφυλης ανισότητας αλλά και πάνω σε ολόκληρο το κοινωνικό και πολιτικό οικοδόμημα που την στηρίζει, συγκαλύπτει, απαξιώνει και ενίοτε αξιώνει την καταδίκη της.

Τα είδη των σκηνών σε έναν αληθινό διάλογο μεταξύ κοινωνίας και θεάτρου

Ας θυμηθούμε όμως πώς λειτουργεί το κυκλικό σύστημα των σκηνών στον θεατρικό Λ/λόγο: εκκινώντας από την κοινωνική σκηνή, το «ρεαλιστικό» δηλαδή πεδίο του βίου, το εδώ και τώρα της συγκυρίας που παράγει τα γεγονότα, περνάμε στη διανοητική σκηνή του συγγραφέα που λαμβάνει την πληροφορία, την οποία επεξεργάζεται και την μεταποιεί στην κειμενική σκηνή. Ακολούθως, με την δημιουργική δια-μεσολάβηση του σκηνοθέτη και των λοιπών συντελεστών αυτή μεταποιείται στην παραστασιακή σκηνή. Εντός της ενσαρκώνεται κυριολεκτικά το διανοητικό και βιωματικό υλικό και παραδίδεται στο κοινό, δημιουργώντας τη νέα κοινωνική σκηνή, η οποία σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούται να ταυτιστεί με την αρχική. Απεναντίας, διαγοίνεται ένα νέος δίαυλος κοινωνικής και προσωπικής εμπειρίας και φυσικά πολιτικής με την ευρύτερη έννοια του όρου. Η Miller γράφοντας το Prima Facie, προχωρά σε έναν καθολικό αντικατοπτρισμό που σχετίζεται με την αλληλουχία των σκηνών της θεατρικής σύλληψης και δημιουργίας.

Ο τίτλος του έργου είναι κάτι περισσότερο από εύγλωττος. Διαυγής ως προς το περιεχόμενο και ιδιαιτέρως υπαινικτικός ως προς την στόχευση. Η έννοια, οι αξίες, η πράξη και η αμφισβήτηση των όρων αλλά και των μέσων της δικαιοσύνης και του εν μέρει ή εν πολλοίς του συστήματος που την υποστηρίζει, έρχονται στη σκηνή θέτοντας μόνο ερωτήματα και επισημαίνοντας το ακανθώδες: μήπως είναι το νομικό πλαίσιο το οποίο συχνά δεν προστατεύει τα θύματα αλλά λειτουργεί ως εμπόδιο στην απονομή δικαιοσύνης; Μήπως αυτός που καλείται να δικαστεί δεν είναι ο θύτης αλλά το θύμα;

Η συγγραφέας δεν θίγει το ζήτημα αυτό εκ του ασφαλούς, παρουσιάζοντας δηλαδή μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης ως case study αλλά υπεισέρχεται στα ενδότερα του προβλήματος, συστήνοντας στο κοινό το θύμα, τις κοινωνικές και ταξικές της καταβολές, την πρόθεση αλλά και ανέλιξή της στο επάγγελμα της δικηγόρου, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο την έμπρακτη προσπάθειά της να ξεφύγει από την εργατική τάξη από την οποία προέρχεται, να καταξιωθεί στα μάτια της οικογένειας που την αμφισβητεί, να εδραιωθεί ως άξια δικηγόρος στην εταιρεία που εργάζεται. Μεταξύ άλλων, είναι κάτι περισσότερο από σαφές πως το θύμα, η Tessa Ensler, η οποία γνωρίζει τον κώδικα της «μάχης» που δίνεται στα δικαστικά έδρανα και τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί για να τον κερδίσει, πιστεύει ακράδαντα στο υπάρχον νομικό σύστημα. Ωστόσο, τη στιγμή που θα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση που η ίδια έχει υποστεί, βρίσκεται μπροστά σε μια στιγμή εξαιρετικά επώδυνης εσωτερικής και εξωτερικής σύγκρουσης.

Το οικοδόμημα καταρρίπτεται!

Σύγκρουση εσωτερική καθώς διαπιστώνει, για πρώτη φορά, ότι οι κανόνες του παιχνιδιού που γνωρίζει, χρησιμοποίησε και πίστευε στην θεμιτή αποτελεσματικότητά τους, τώρα όχι μόνο δεν την προστατεύουν αλλά την εκθέτουν στα δικαστικά έδρανα και την θέτουν στο στόχαστρο, καθιστώντας την από κατήγορο σε κατηγορούμενη. Το επιστημονικό υπόβαθρο αμφισβητείται, στρέφεται εναντίον ενός υποκειμένου που αναζητά τη δικαίωση έναντι στον ευτελισμό που έχει υποστεί, ηθικά, ψυχικά και σωματικά. Αυτό που συνειδητοποιεί είναι πως οι νόμοι είναι φτιαγμένοι από άντρες και πως η ηθική αντίληψη γύρω από τα όρια της σεξουαλικής κακοποίησης καθορίζεται μέσα από τις απόψεις της πατριαρχικής εξουσίας. Διττό το πεδίο της σύγκρουσης, άνιση η μάχη, ενδεχομένως και χαμένη…

Η σκηνή φέρει το αδίκημα, την αλήθεια και το διακύβευμα και ο μονόλογος της Suzie Miller μέσα από την πολυπρισματική απόδοση της Λένας Παπαληγούρα

Κείμενο και παράσταση υπηρετούν στο ακέραιο το ζοφερό αυτό τοπίο, δομώντας το με εντάσεις, αγωνιώδεις παύσεις, με μια ρυθμολογία που διαρθρώνει συγκινητικά την επώδυνη διαδρομή του δραματικού προσώπου. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Οικονόμου είναι σαφές ότι καθοδήγησε αριστοτεχνικά την ηθοποιό η οποία ανέδειξε τις μεταπτώσεις της ηρωίδας της υποκινώντας κάθε στιγμή το ζωηρό ενδιαφέρον των θεατών. Χειρίστηκε ένα μονολογικό κείμενο αποδίδοντας τα στάδια της νεαρής ανερχόμενης δικηγόρου με μια ενάργεια που προετοίμαζε το έδαφος για την έκρηξη της νάρκης που σημαίνει την απομάγευση ενός ολόκληρου συστήματος, δηλώνει την ευαλωτότητα της γυναίκας απέναντι σε μια αυστηρά πατριαρχική θέαση των πραγμάτων, επιφέρει την πλήρη απαξίωση.

Η Λένα Παπαληγούρα ανέδειξε κάθε πτυχή που σκιαγραφεί ο ρόλος της, συνομίλησε αβίαστα με την αφηγηματική ροή του κειμένου που θέτει ερωτήματα, απευθύνεται σε όλους -ανεξαρτήτως φύλου και κοινωνικής θέσης- και απέδωσε με εξαιρετική μαεστρία τα σημεία που ο Πάρις Μέξης ενέθεσε στη σκηνογραφία με ιδιαιτέρως εμπνευσμένο τρόπο. Υποκριτική λιτότητα, εννοιολογική ενάργεια, σκηνογραφική ευφυία συνέθεσαν ένα σκηνικό τοπίο που οι θεματικές της κακοποίησης, του ψυχικού τραύματος, της κοινωνικής και όχι μόνο μεροληψίας αλλά της ενσυναίσθησης δημιούργησαν ένα πολυφασματικό χώρο ο οποίος διεγείρει τη συγκινησιακή λειτουργία του θεατή και απαιτεί την κρίση του.