Σας ενημερώνουμε ότι η χρήση των cookies επιτρέπει την αρτιότερη περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας. Επιλέξτε «Αποδοχή Cookies» για να συνεχίσετε ή «Περισσότερες Πληροφορίες» για να δείτε λεπτομερείς περιγραφές των τύπων cookies.

Περισσότερες Πληροφορίες
ENGLISH ΕΛΛΗΝΙΚΑ

27 Φεβρουαρίου 2018
«Το Ευχαριστημένο» μέσα από τα μάτια της Μαρίνας Καραγάτση
article image
ΑΡΘΡΑ

«Σβήνουν τα φώτα της πλατείας, ανάβουν τα φώτα της σκηνής και, αίφνης, βλέπω με έκπληξη να αναδύονται πίσω από τη λευκή διάφανη κουρτίνα, κάποιες πολύ γνώριμες φιγούρες από το πολύ μακρινό παρελθόν. Είμαστε στο 1950 και αυτοί είναι οι δικοί μου άνθρωποι, αυτή είναι η δικιά μου ζωή: στο κέντρο, πίσω από ένα τεράστιο γραφείο, κάθεται ο τεράστιος μπαμπάς μου με το στοχαστικό άγρυπνο μάτι και γράφει και πιο πέρα να με κι εγώ η ελαχίστη, σε πλήρη σύγχυση, γιατί δυστυχώς ο μπαμπάς μου δεν μοιάζει καθόλου με τους πατεράδες των φιλενάδων μου.

Ο δικός μου από τη μια μου απαγορεύει να πηγαίνω με τα άλλα παιδιά στο κατηχητικό και με παροτρύνει να κάνω παρέα με τα αγόρια, γιατί αλλιώ­τικα, λέει, θα γίνω σαν αυτές τις θεούσες με τα σπυράκια στη μούρη και τον κότσο και από την άλλη εξαγριώνεται αν αγγίξω τα “εργαλεία της δουλειάς του” όπως αποκαλεί τα καλοξυσμένα μολύβια του, φάμπερ Νο 2, ή αν κάνω τον παραμικρό θόρυβο την ώρα που γράφει ή προσπαθεί να κοιμηθεί. Να σκεφτείς, τον ενοχλεί ακόμα και το τρίξιμο που κάνει η πένα πάνω στο χαρτί την ώρα που γράφω τα μαθήματά μου. Μπορεί να σε τρελάνει αυτός ο άνθρωπος με τις αγριοφωνάρες του.

Οι προβολείς φωτίζουν τώρα τη δεξιά άκρη της σκηνής, εκεί που στέκεται πίσω από το καβαλέτο της η μαμά μου, η Νίκη, κάπως στενοχωρημένη με τις απιστίες του άντρα της, περισσότερο αγανακτισμένη που το νοικοκυριό δεν της αφήνει χρόνο για τη ζωγραφική. Και απέναντί της ποζάρει η μαμά της, η Αντριώτισσα δυναμική γιαγιά Μίνα, με μάνα από ξεπεσμένη αρχοντική οικογένεια και πατέρα έναν ανερχόμενο αστό, έναν καραβοκύρη. Να κι η αγαπημένη μου Λασκαρώ, γεννημένη στο Βουνί, ένα από τα πολύ φτωχά Κορθιανά χωριά. Δεκατριών χρονών τη στέλνουν οι γονείς της να δουλέψει υπηρετριούλα σε ένα αντριώτικο σπίτι στην Αλεξάνδρεια.

Λίγα χρόνια αργότερα –μεσολαβούν διάφορα δυσάρεστα εκεί στην Αίγυπτο– οι γονείς της τη φέρνουν άρον άρον πίσω στην Άνδρο και την παντρεύουν με το ζόρι με ένα μεσήλικα που σχεδόν έχει χάσει το φως του. Αυτός αρχίζει να της κάνει σκηνές ζηλοτυπίας και να τη χτυπάει βάναυσα με το λουρί. Κάποια στιγμή, μέσα στην απελπισία της, αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άντρα και τα δυο μωρά της και έρχεται στην Αθήνα να δουλέψει στο σπίτι μας. Λίγους μήνες αργότερα γεννιέμαι εγώ, το “Ευχαριστημένο”, όπως συνήθιζε να με φωνάζει η Λασκαρώ. Και τώρα σκέφτομαι πως για είκοσι χρόνια –τόσα έμεινε η Λασκαρώ στο σπίτι μας– εγώ η κλέφτρα εισέπραξα τη γενναιόδωρη αγάπη που αυτή θα έπρεπε κανονικά να είχε δώσει στα έρμα τα παιδάκια της. “Ψεύτρα ζωή”, που θα ’λεγε και η ίδια.

Οι προβολείς στη σκηνή σβήνουν, το λευκό τούλι χάνει τη διαφάνειά του εξαφανίζοντας όλη αυτή τη ζωή και ανάβουν πάλι τα φώτα της πλατείας. Στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, ο Δημήτρης κάνει παρατηρήσεις στους πέντε ηθοποιούς του: τον Χρήστο Μαλάκη, τη Σίσσυ Τουμάση, την Καίτη Μανωλιδάκη, τη Σμαράγδα Σμυρναίου, την Ειρήνη Δράκου. Κάποια στιγμή σταματάει τις παρατηρήσεις του, γυρίζει και με χαιρετάει από μακριά. Ο πάντα ψύχραιμος και ελάχιστα διαχυτικός γιος μου έχω την εντύπωση πως σήμερα δύσκολα μπορεί να κρύψει τη βαθιά συγκίνησή του».

Αγορά Εισιτηρίων «Το Ευχαριστημένο»

Δείτε ολόκληρο το άρθρο στο Αθηνόραμα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ