bars

Αναστάσης Ροϊλός: «Η πλάστιγγα της εποχής γέρνει στο εγώ και τώρα»

Για τη συνεργασία του με τον Δημήτρη Τάρλοου για την πολυαναμενόμενη «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή ο Αναστάσης Ροϊλός χρειάστηκε να βγει από τα νερά του. Βρέθηκε δηλαδή κατά τρόπο οξύμωρο, αναπάντεχο αλλά τελικά ευτυχή στο φυσικό του περιβάλλον.

Παρά το αναντίρρητο γεγονός πως θα μπορούσε να αναπαύεται στα κεκτημένα του και να απορρίπτει ράθυμα προτάσεις που θα τον έβγαζαν από την ευκολία και τη βολή του – δεδομένης της δημοφιλίας, της αποδοχής και των καλών κριτικών που απολαμβάνει τα τελευταία χρόνια-, ο ηθοποιός λέει πως δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να μαθαίνει, να ενδίδει σε προκλήσεις, να αναμετριέται ακόμα και με παγίδες οι οποίες τελικά λειτουργούν ως υπόμνηση: για όσα είναι ικανός ένας ηθοποιός, μα στο τέλος της ημέρας ένας άνθρωπος.

Με αφετηρία την πρώτη του – γεωγραφική τότε- επαφή με το θέατρο Πορεία και αφορμή τη συνεργασία του με τον σημαντικό οργανισμό φέτος το καλοκαίρι, ο Ροϊλός μιλά για όλα εκείνα που τον κάνουν να νοηματοδοτεί κάθε μέρα από την αρχή τη – σήμερα αυτονόητη, κάποτε όχι – επιλογή του να είναι ηθοποιός.

Αλλά και για τη συνειδητή απόφασή του να συνομιλεί με το «εδώ και τώρα», προκρίνοντάς το από την ευκολία του «εγώ και τώρα».

Θυμάστε την πρώτη γνωριμία σας με τον Δημήτρη Τάρλοου;

Με τον Τάρλoου γνωρίστηκα το 2013, όταν έπαιξα το μονόλογο «Insenso» στο θέατρο Πορεία. Έχω δηλαδή πολύ έντονες εικόνες από μια δύσκολη παράσταση ή μάλλον από μια δύσκολη συνθήκη. Ήταν η εποχή που είχα μόλις τελειώσει τη σχολή και ήρθα σε μια αφιλόξενη πόλη, όπως είναι η Αθήνα – ειδικά για κάποιον που δεν έχει μεγαλώσει εδώ.

Ήμουν ένα νεαρό παιδί, 23 ετών, που ανέβαινε στη σκηνή με ένα γυναικείο φόρεμα και τακούνια να ερμηνεύσει ένα δύσκολο και προκλητικό κείμενο όπως αυτό του Δημήτρη Δημητριάδη. Όμως με έναν τρόπο αυτός ο χώρος ήταν πολύ υποστηρικτικός. Ένιωθα ή καλύτερα έβρισκα ασφάλεια εδώ.

Από τη μικρή επαφή που είχα τότε με τον Δημήτρη Τάρλοου είχα νιώσει ότι συμφωνούμε σε κάποια βασικά πράγματα, ότι έχουμε κοινές απόψεις για την ζωή. Δε γίναμε φίλοι. Είδα όμως έναν άνθρωπο πολύ ευγενή και πολύ συγκεκριμένο σε αυτά που έλεγε. Ξέρετε, καμιά φορά οι άνθρωποι στις συναλλαγές μας δημιουργούμε ένα ψεύτικο κλίμα φιλικότητας που πιστεύουμε ότι θα βοηθήσει να κυλήσει καλύτερα η δουλειά και η καθημερινότητα, όμως δεν ισχύει. Προσωπικά μου αρέσουν οι άνθρωποι που είναι στιβαροί και ουσιαστικοί. Έλεγε ένας δάσκαλός μου: «στο φόβο της σιωπής έρχεται η μπούρδα».

Και πώς φτάσαμε από εκείνη την πρώτη γνωριμία στη συνεργασία για την «Ηλέκτρα»;

Είχαμε προσπαθήσει να συνεργαστούμε πριν από πέντε-έξι χρόνια. Αλλά δε βοήθησαν οι χρόνοι μας. Πριν από δύο χρόνια, μου τηλεφώνησε και το κλείσαμε.

Και πότε συναντήσατε για πρώτη φορά τον ρόλο σας, τον Ορέστη;

Ξεκινήσαμε τις πρώτες συναντήσεις με την ομάδα στα τέλη Μαρτίου. Αργότερα πήγαμε και μια εβδομάδα στην Άνδρο.

Πώς ήταν η εμπειρία της κοινής ζωής με την ομάδα; Έχετε ξανακάνει κάτι ανάλογο;

Στην Ελλάδα όχι. Όμως είναι μια γνώριμη συνθήκη για μένα από την επαφή μου με τον Ταντάσι Σουζούκι, τον άνθρωπο που λειτούργησε και ως επισφράγιση για μένα ότι θα συνεχίσω το θέατρο. Τι λέει σε αδρές γραμμές ο Σουζούκι; Σκέψου να ξυπνάς κάθε πρωί και να πρέπει να μετακινηθείς σε μια μεγάλη πόλη για να πας στο θέατρο. Χρειάζεσαι μία τουλάχιστον ώρα για να πετάξεις τον έξω κόσμο από πάνω σου και να μπεις σε αυτό που πρέπει να κάνεις.

Το ίδιο κι όταν τελειώνει η πρόβα. Με το που πατάς το πόδι σου έξω από το θέατρο, ξαναμπαίνεις στον κόσμο. Θα πας σπίτι σου, θα φας ή ενδεχομένως θα πας σε μια άλλη δουλειά, σε μια παράσταση ή σε ένα γύρισμα. Σε κάθε περίπτωση ποτέ δε θα μπορέσεις να πιάσεις ξανά το νήμα από εκεί όπου το άφησες. Συνεπώς τέτοιες συνθήκες δουλειάς, όταν οι ηθοποιοί ζούμε σαν να είμαστε σε ένα camp, βοηθάνε.

Η ζωή σας με τον Ορέστη πώς είναι;

Είναι μια ιδιαίτερη περιοχή με την έννοια ότι δε δουλεύω με τον τρόπο που το κάνω συνήθως. Ο Δημήτρης δουλεύει πολύ με τους αυτοσχεδιασμούς. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να αφήσω την γκάμα που καθένας μας φέρει και να διαβάσω με άλλο τρόπο το κείμενο για να είναι γόνιμος ο αυτοσχεδιασμός.

Αν έχεις κλειδώσει μέσα σου πράγματα, δεν μπορείς να τα δεις διαφορετικά. Είναι αυτό που λέμε “αν δεις κάτι, δεν μπορείς να το ξεδείς”. Ο τρόπος λοιπόν του Δημήτρη είναι πολύ δημιουργικός και νομίζω ότι επιστρατεύοντας εργαλεία του ψυχολογικού ρεαλισμού μπορεί να προκύψουν ενδιαφέρουσες ισορροπίες στο ανέβασμα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, επιτυγχάνοντας μία συγχρονικότητα.

Μην ξεχνάμε πως παλεύουμε να αναπαραστήσουμε κείμενα, τα οποία δεν έχει δει ποτέ κανείς παιγμένα όπως ήταν στην αρχαιότητα. Έχουμε μόνο πληροφορίες και στοιχεία για να φανταστούμε και να κάνουμε υποθέσεις. Νιώθω ότι σ’αυτή η δουλειά η σκηνική γλώσσα είναι ένα συνεχές work-in-progress και μια από τις πολύ λίγες φορές στην πορεία μου που επικεντρωνόμαστε τόσο στη διαδικασία. Αυτό για μένα είναι ανεκτίμητο.

Οπότε αυτή η περίοδος έχει πρόβες και υποθέτω διάβασμα για τον Ορέστη;

Προσπαθώ γενικά να διαβάζω όσο μπορώ. Μου φαίνεται λάθος και με πληγώνει να υπάρχουν τόσες γνώσεις που έχουν κατακτηθεί και έχουν καταγραφεί, τις οποίες δε γνωρίζουμε. Δεν αναφέρομαι μόνο στο θέατρο αλλά και στην καθημερινότητά μας. Πού θα βρισκόταν για παράδειγμα ο μέσος έλληνας συμπεριφορικά, πνευματικά και πολιτικά αν μάθαινε στο σχολείο τί έχει πει ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης, και όλοι αυτοί που θεωρούμε πως είμαστε κληρονόμοι τους;

Σε σχέση με τη δουλειά μου, πέρα από το κείμενο και την αυταπόδεικτη αξία του, είναι απαραίτητη η αντίληψη του πλαισίου στο οποίο γράφτηκε και οι επικρατούσες έρευνες ή ακόμα και γνώμες. Μόνο έτσι μπορείς να φέρεις στο τραπέζι κάτι που να είναι πρόταση.

Δεν λέω ότι θα ανακαλύψουμε τον τροχό. Όποιος νομίζει κάτι τέτοιο, κοροϊδεύει τον εαυτό του. Είναι υποχρέωση όμως του καλλιτέχνη να διαβάζει και να μαθαίνει. Η τέχνη είναι επιστήμη και ο καλλιτέχνης οφείλει να γνωρίζει τι έχει προηγηθεί από τον ίδιο.

Στη μελέτη αν θέλετε βρίσκω και την ευχαρίστηση. Αλλιώς δε θα είχα κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτή τη δουλειά. Δε με ενδιαφέρει η λογική του «παίζεις έτσι, γιατί αυτό ξέρεις, αυτό έχεις μάθει ή αυτό περνάει». Το συζητούσαμε πρόσφατα και με έναν αγαπητό μου συνάδελφο. Τα τελευταία χρόνια έχει συμβεί μια παρεξήγηση στη διδασκαλία των ηθοποιών. Η γενιά μου άρχισε να διδάσκεται το «εδώ και τώρα», αλλά βλέπω τα όρια να χάνονται και η πλάστιγγα να γέρνει στο «εγώ και τώρα».

Αυτό που παρατηρείτε στην τέχνη σας δεν είναι όμως και σημείο των καιρών;

Συμφωνώ. Είναι συνολικό και κοινωνικό. Και τα κοινωνικά δίκτυα σχεδόν μας επιβάλλουν να έχουμε ένα τεράστιο, παραφουσκωμένο εγώ.

Εσείς ως νέος άνθρωπος που ζείτε μέσα σε αυτόν τον κόσμο πώς το διαχειρίζεστε;

Είναι μια διαρκής μάχη.

Οι πολύ καλές κριτικές που παίρνετε μεγεθύνουν το εγώ;

Δεν έχουν καμία σημασία όλα αυτά. Δεν προσπαθώ να το παίξω ταπεινός. Σίγουρα είναι ωραίο να ακούμε καλά λόγια. Μας δίνουν δύναμη να συνεχίζουμε τη δουλειά μας. Αλλά δεν μπορείς να στηριχτείς σε αυτά. Κι αν το κάνεις, τότε θα πρέπει να σε επηρεάζουν το ίδιο και τα κακά λόγια των άλλων. Τότε ποιος έχει δίκιο; Θα πρέπει να έχεις το δικό σου εσωτερικό μηχανισμό για να το διαχειριστείς. Ένα προσωπικό ζύγι.

Ο κόσμος, το κοινό στο οποίο μια παράσταση απευθύνεται σας ενδιαφέρει; Σκέφτεστε για παράδειγμα ότι πιθανότατα ως ηθοποιός απευθύνεστε σε ανθρώπους που δεν μπορούν να συγκεντρώσουν την προσοχή τους για δύο λεπτά σε κάποιο ερέθισμα. Πόσο μάλλον για δύο ώρες σε μια θεατρική παράσταση;

Πιστεύω ότι είμαστε οι σύγχρονοί μας. Τα καλά και τα κακά της εποχής τα φέρουμε όλοι μέσα μας. Αυτό σημαίνει ότι αν η προσοχή του σύγχρονου ανθρώπου πάσχει, αυτό ισχύει για όλους μας, άρα το λαμβάνουμε υπόψη μας αυτόματα. Από την άλλη ο βιολογικός και ο ψυχολογικός χρόνος είναι έννοιες που μας είναι γνωστές ανέκαθεν. Το θέατρο είναι η ζωντανή παρουσία, άρα πρέπει να το κρίνουμε με διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι τα προϊόντα που προβάλλονται σε οθόνες. Η ενέργεια του κοινού επηρεάζει αυτό που συμβαίνει επί σκηνής και, ιδανικά, επηρεάζει την ερμηνεία.

Αυτό άλλωστε είναι και η επικοινωνία. Να λαμβάνεις υπόψη σου τον άλλο. Κι αυτό ξεχωρίζει και τον ερασιτέχνη από τον επαγγελματία. Ο πρώτος παίζει για τον εαυτό του, ο δεύτερος για το κοινό ή και με το κοινό.

Άρα παίζετε για το κοινό;

Μα δεν υπάρχεις χωρίς το κοινό. Και δεν το λέω για να βάλω όλες μου τις μάρκες στον αλτρουισμό. Το θέατρο από μόνο του είναι μια κοινωνική λειτουργία κι ο ηθοποιός λέει ιστορίες που θα συγκινήσουν, θα εκπαιδεύουν, θα θυμίσουν ή θα δώσουν μια παραπάνω γνώση στο κοινό και θα αναβαθμίσουν το αισθητικό του κριτήριο.

Ο παράγοντας της Επιδαύρου ανεβάζει τον πήχη των απαιτήσεων ή έστω της προσωπικής αγωνίας;

Πρέπει να ξέρουμε ότι η Επίδαυρος είναι ένα από τα σημαντικότερα θέατρα στον κόσμο. Παρ’ όλα αυτά μόνο χαρά έχω που περιλαμβάνεται μέσα στις στάσεις αυτής της περιοδείας. Η αγωνία υπάρχει πάντα. Αξίζει όμως να επικεντρωθείς, να ζήσεις, καλύτερα, αυτήν τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ηθοποιών, κοινού και χώρου. Είναι από μόνο του μαγικό και μοναδικό.

Ενέχει όμως και την πρόκληση. Πώς τα πάτε με τις προκλήσεις;

Μου αρέσουν. Διαφορετικά δε βρίσκω νόημα. Είναι σημαντικό οι συνθήκες να μας θυμίζουν ότι η ζωή ενέχει ρίσκο. Ότι έχει απαιτήσεις. Ότι πρέπει πάντα να προσπαθείς για το κάτι παραπάνω.

Οπότε δεν είστε από τους τύπους που επαναπαύονται στα κεκτημένα;

Θα ήταν τεράστια παγίδα. Τι θα έκανα μετά; Άλλωστε τα “κεκτημένα” ή η επιτυχία είναι πολύ σχετικά. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι, όπως και στην ζωή έτσι και στην τέχνη, η «επιτυχία» και η «αποτυχία» έχουν μια σχέση συμβιωτική. Χωρίς το ένα δεν υπάρχει το άλλο.

Οι πρόβες του Τάρλοου είναι τόσο βασανιστικές για τους ηθοποιούς όσο καμιά φορά λέει ο ίδιος;

Καθόλου. Εντάξει, έχουν υπάρξει στιγμές που είναι βασανιστικές. Αλλά μοιάζει λίγο με τη διαδικασία του γυμναστηρίου για να φέρω ένα απλό παράδειγμα. Το γυμναστήριο είναι ένας χώρος όπου πρέπει να καταβάλεις προσπάθεια, αλλιώς δε θα αναπτυχθεί ο μυς. Πρέπει να πολεμήσεις λίγο τον εαυτό σου. Να πας κόντρα στη βολή σου.

Το ανθρώπινο σώμα είναι ικανό για θαύματα. Και είναι ωραίο να βάζουμε στον εαυτό μας παγίδες, να βάζουμε στον εαυτό μας δύσκολες συνθήκες που να μας ανοίγουν το δρόμο για να θυμόμαστε τι είναι άνθρωπος. Τι μπορούμε να καταφέρουμε.

Γιατί να έρθει κανείς στην «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο;

Ελπίζω καθένας να έρθει για τους δικούς του λόγους, αλλά πραγματικά να φύγει με κάτι άλλο, με κάτι που δεν περίμενε. Ξέρετε, το μόνο σίγουρο στην ζωή είναι ο θάνατος. Όλα τα άλλα είναι μεταβλητά και ικανά να μας εκπλήξουν. Και πρέπει να είναι. Γιατί όταν μπαίνεις σε μια ρουτίνα και τοποθετείς τον εαυτό σου μέσα σε πολύ σκληρά πλαίσια είναι σαν να σου απαγορεύεις να έρθει οποιαδήποτε έκπληξη. Ας ανοίξουμε τον εαυτό μας στην έκπληξη.

Κώστας Μπουρούσης