Ο Δημήτρης Τάρλοου σκηνοθετεί για πρώτη φορά αρχαίο δράμα, παρουσιάζοντας την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, στην Επίδαυρο στις 4 & 5 Ιουλίου και στη συνέχεια στην υπόλοιπη Ελλάδα, έχοντας στη διάθεσή του ένα εξαιρετικό καστ συντελεστών.
Μετά τη δολοφονία του πατέρα της Αγαμέμνονα, από τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο, η Ηλέκτρα είναι παγιδευμένη σε ένα κύκλο αίματος και βίας. Αναζητά δικαιοσύνη, την οποία καταφέρνει να επιβάλλει στο τέλος, μέσω του αδελφού της Ορέστη. Η ίδια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να παροτρύνει τον αδελφό της να πάρει εκδίκηση. Είναι όμως ο φόνος και η εκδίκηση μια λύση ή το αίμα φέρνει νέο αίμα; Όταν τελικά οι τύραννοι πεθάνουν, γιατί η Ηλέκτρα δεν περνά το κατώφλι του παλατιού και δεν παίρνει τη θέση της ανάμεσα στους υπόλοιπους;
Ο θεατής της παράστασης είναι σαν να μπαίνει στο κεφάλι της Ηλέκτρας, η οποία φορώντας ένα μαύρο μαντήλι, μοιάζει σαν να υπνοβατεί μέσα στον εφιάλτη της ύπαρξής της. Κατοικεί μέσα σε ένα κακό όνειρο όπου κυριαρχεί το αίμα, η φρίκη, η βία. Συναντήσαμε τον έμπειρο σκηνοθέτη και την πρωταγωνίστριά του Λουκία Μιχαλοπούλου, στο θέατρο Πορεία, κατά τη διάρκεια των προβών τους και μιλήσαμε για την δική του προσέγγιση στην Σοφόκλεια τραγωδία:
«Εμείς εστιάζουμε στο θέμα της ατέρμονης εκδίκησης, του κύκλου της βίας που δεν τελειώνει. Το έργο αυτό έχει δύο αναγνώσεις. Πολλοί υποστηρίζουν την ειρωνική εκδοχή του έργου και είμαι ανάμεσα σε αυτούς, δηλαδή ότι τίποτα από όλα αυτά τα οποία τελικώς συμβαίνουν, δεν δίνει μια συνολική λύση. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται είναι, τι γίνεται όταν εκλείπουν οι δικτάτορες; Αυτό είναι το ερώτημα. Υπάρχει λύση; Είναι λύση η εκδίκηση; Το αίμα φέρνει νέο αίμα; Όντως φέρνει. Πρέπει να συμβεί κάτι αιματηρό ή όχι; Μιλάμε για ένα έργο το οποίο αφορά την εμμονή, αφορά την εκδίκηση, αφορά την πεποίθηση ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι για το τι ακριβώς είναι αυτό.
Με αυτή την έννοια λοιπόν, θα έλεγα ότι είναι ένα αρκετά ζοφερό και κλειστό έργο, χωρίς καμία λύτρωση, χωρίς την αναγκαία κάθαρση, την οποία πολλές φορές ζητά ο κόσμος. Θα έλεγα επίσης ότι υπάρχουν και ψυχαναλυτικά αλλά και ακόμα και ψυχιατρικά χαρακτηριστικά στην ηρωίδα, τα οποία μας ενδιαφέρουν και αφορούν τη Λουκία Μιχαλοπούλου, η οποία μέσα από αυτόν το ρόλο εκφράζει κάτι πολύ προσωπικό. Αυτό με ενδιαφέρει πάντα στις παραστάσεις που κάνω, δηλαδή μου αρέσει και με ενδιαφέρει οι ηθοποιοί όχι να ταυτίζονται, αλλά να εκφράζουν κάτι προσωπικό σε σχέση με τους ρόλους τους».
Η Λουκία Μιχαλοπούλου ερμηνεύει το ρόλο της Ηλέκτρας στην παράσταση: «Θα έλεγα ότι έχω προσωπική εμπλοκή με όλα τα κείμενα που καταπιάνομαι. Δεν ξέρω άλλον τρόπο. Πιο συγκεκριμένα όμως και αυτό μου δίνει και μια χαρά, γιατί βλέπω ότι και η δική μου ζωή, όπως της Ηλέκτρας, είναι μια λούπα. Η Ηλέκτρα είναι η ηρωίδα της λούπας, το οποίο δεν το συναντάμε σε άλλο χαρακτήρα. Έχει μια βαθιά πίστη στα πράγματα, σε όλα. Είναι διονυσιακός χαρακτήρας, είναι των άκρων. Βράζει. Είναι μια λάβα που συνεχώς βράζει. Άρα λοιπόν, όταν είσαι πάνω ή κοντά σε ένα ηφαίστειο που συνεχώς βράζει, ακόμα κι αν δεν έχει εκραγεί, οι δονήσεις του υπάρχουν συνέχεια, σε όλους.
Η Ηλέκτρα είναι οδοστρωτήρας ενέργειας και πίστης. Είναι μια ηρωίδα του πένθους. Το πένθος που δεν έχει μόνο ενεργειακά το προς τα κάτω, αλλά και το προς τα πάνω. Τα βέλη του είναι παντού, οπότε αυτό έχει τρομερή δύναμη. Δηλαδή ένας άνθρωπος που είναι προσκολλημένος και προσηλωμένος σε κάτι, έχει τρομερή δύναμη. Αυτό έχει να κάνει πολύ με τη μοναξιά και το πόσο κλεισμένοι είμαστε στον εαυτό μας. Η Ηλέκτρα είναι σαν να παίζει τένις με τον εαυτό της. Δηλαδή ρίχνει συνέχεια ένα μπαλάκι το οποίο γυρνάει στη συνέχεια προς αυτήν. Νομίζω ότι αυτό είναι μια μάστιγα της εποχής μας, δηλαδή ότι δεν αφήνουμε τον εαυτό μας να αφουγκραστεί τον άλλον. Δεν συναντιόμαστε, δεν αφηνόμαστε στον άλλον».
Πώς βλέπει η ίδια αυτό το έντονο αίτημα της ηρωίδας, που ερμηνεύει για δικαιοσύνη;
«Φυσικά υπάρχει αυτό το αίσθημα δικαιοσύνης και η ανάγκη της για εκδίκηση. Το θέμα είναι ότι το πένθος σαν κατάσταση είναι μια πάρα πολύ σκοτεινή και φωτεινή περιοχή. Αυτή είναι η βασική δύναμη που την κινεί. Από εκεί ξεκινούν όλες οι πράξεις και οι σκέψεις της. Κατά τη γνώμη μου δεν είναι η εκδίκηση για την εκδίκηση, γιατί αλλιώς θα είχε πάει και θα είχε σκοτώσει μόνη τη μητέρα της. Δεν είναι δολοφόνος, ούτε είναι αυτόχειρας. Θα μπορούσε να είχε αυτοκτονήσει. Υπάρχει αυτό το συνεχόμενο πένθος, που δεν τελειώνει ποτέ, ακόμα και όταν τελειώσει το έργο. Γι’ αυτό λέω ότι είναι η ηρωίδα της λούπας.
Είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο και ανοίγει πάρα πολλούς δρόμους και η δικαιοσύνη έχει να κάνει με αυτό. Η Ηλέκτρα ζητάει κάτι διαρκώς, γιατί έχει χάσει κάτι. Έχει όλη αυτή την ένταση, τη βία, επειδή δεν απονέμεται δικαιοσύνη. Η βία είναι έντονα παρούσα στο έργο. Κατανοώ πολύ καλά αυτόν τον μετεωρισμό της, αυτή την έλλειψη ικανοποίησης, ακόμη και στο τέλος του έργου. Είναι κάτι βαθιά εξουθενωτικό, που το καταλαβαίνω και συνδέομαι. Γιατί κι εγώ ως Λουκία έχω αυτό το κομμάτι της παράξενης πίστης και παράξενης προσήλωσης σε οτιδήποτε. Είναι κάτι που δεν τελειώνει, που δεν ολοκληρώνεται. Ίσα ίσα. Πολλές φορές όσο πιο δυνατά χτυπάει προς κάπου, τόσο πιο δυνατά επιστρέφει το μπαλάκι καταπάνω της, οπότε είναι γεμάτη τραυματισμούς».
Υπάρχει κάθαρση ή η Ηλέκτρα μένει τελικά μετέωρη και αδρανής σε αυτό το σύμπαν της ατέρμονης βίας; Απονέμεται δικαιοσύνη; Τι είναι αυτό που την κρατά σε απόσταση στο τέλος; Αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να προσεγγίσει ο Δημήτρης Τάρλοου στη δική του παράσταση, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα αλλά και την ευφυία του έργου και του συγγραφέα του:
«Η Ηλέκτρα πάσχει από την ασθένεια της ακεραιότητας. Η ακεραιότητα είναι κάτι εσωτερικό. Η δικαιοσύνη λοιπόν δεν αποκαθίσταται, διότι η ίδια, βάζοντας τον Ορέστη να σκοτώσει τη μάνα του και τον εραστή της, δεν αισθάνεται στο τέλος του έργου ότι μπορεί να συμμετέχει με διαφορετικό τρόπο στα τεκταινόμενα. Γιατί; Γιατί είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος. Είναι μια μοναδική προσωπικότητα από αυτές που έχουμε ανάγκη για να προχωρήσουμε παρακάτω. Γιατί ο κόσμος μας έχει ανάγκη από Ηλέκτρες. Έχει ανάγκη από τέτοιου είδους καθαρούς ανθρώπους που ακόμα και μέσα από την παθολογία της κατάστασής τους, φαίνεται πεντακάθαρα η ποιότητα και ευαισθησία του χαρακτήρα τους.
Το έργο αυτό είναι η τραγωδία της αδράνειας, της μη δράσης. Πραγματικά δε συμβαίνει απολύτως τίποτα στην Ηλέκτρα από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου, που να μας πείθει ότι προχωράει παρακάτω. Ακριβώς αυτό το οξύμωρο, αυτή η κατάσταση της αδράνειας είναι, αν θέλετε, και όλος ο σύγχρονος κόσμος. Δηλαδή ο Μπέκετ ασχολείται ακριβώς με αυτό: με την αδυναμία του ανθρώπου να πράξει οτιδήποτε και ιδίως από την στιγμή που δεν υπάρχει πια Θεός. Η μετάβαση από τον κόσμο των επών, όπου ο Θεός παίζει πάρα πολύ σημαντικό ρόλο, στον κόσμο της μη πίστης, είναι αυτό το έργο. Είναι η ρωγμή στο χρόνο, που περνάμε σε ένα άλλο στάδιο του ανθρώπου. Είναι ένας προάγγελος όλου του δυτικού πολιτισμού. Ο Άμλετ συνομιλεί ευθέως με την Ηλέκτρα για το τι σημαίνει πράττω, τι σημαίνει δεν πράττω και ποια είναι η απελπισία του ανθρώπου απέναντι στη μη ύπαρξη Θεού».
Τι είναι αυτό που την κρατά σε απόσταση στο τέλος; Γιατί δεν μπαίνει στο παλάτι και να πάρει τη θέση της, όπως κάνει ο αδελφός της Ορέστης;
«Σε πάρα πολλές μελέτες, υπάρχει αυτή η ένδειξη ότι η Ηλέκτρα παραμένει θυραία. Θυραία σημαίνει αυτή που παραμένει έξω από ένα παλάτι και διαμαρτύρεται κατασκηνωμένη κυριολεκτικά έξω από ένα Μέγαρο Μαξίμου και δεν δέχεται να μπει. Δεν δέχεται να γίνει μέρος του συστήματος εξουσίας. Με μια έννοια λοιπόν, είναι μια αναρχική ηρωίδα. Έχω την πεποίθηση ότι πραγματικά η Ηλέκτρα δεν μπαίνει.
Το πολύ ενδιαφέρον είναι, ότι ενώ ο Ορέστης μπαίνει και δέχεται να γίνει μέρος αυτής της εξουσίας, σχεδίασε ένα φόνο, μεγάλωσε δεκαπέντε χρόνια στη Φωκίδα, διαπαιδαγωγημένος από τα ιδεώδη της εκδίκησης και της αποκατάστασης της δικαιοσύνης, η βασική ηρωίδα, ενώ το σχεδιάζει, το εύχεται, το επιθυμεί, δεν μπαίνει στο παλάτι. Αυτή η αντίφαση είναι και το κύριο γεγονός του έργου. Πρέπει να μας βάλει να σκεφτούμε τι σημαίνει εξουσία, εάν θέλουμε την εξουσία, πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την εξουσία και αν τελικά αυτό είναι το θέμα μας.
Νομίζω πεντακάθαρα ότι η Ηλέκτρα μοιάζει πάρα πολύ με τους ήρωες στο “Περιμένοντας τον Γκοντό” που περιμένουν να συμβεί κάτι, αλλά τίποτα ποτέ δεν συμβαίνει, το οποίο θα αλλάξει το προσωπικό της υπαρξιακό αδιέξοδο. Η Ηλέκτρα λοιπόν θα παραμείνει ανεξίτηλη στη μνήμη μας, ως ένα πρόσωπο το οποίο ποτέ δεν ενέδωσε, ποτέ δεν μπήκε, ποτέ δεν ευτελίστηκε και παραμένει εκεί, στο κέντρο της ορχήστρας, αμετακίνητη, περιμένοντας την επόμενη Ηλέκτρα που θα την ερμηνεύσει» επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
Γιώργος Μητρόπουλος