Το έργο
Γραμμένο μόλις το 2019, το έργο ισορροπεί ανάμεσα στον νομικό κόσμο και την καθημερινή πραγματικότητα. Σύγχρονο, γρήγορο, ευφυές, το κείμενο σχολιάζει τη δικαιοσύνη εντοπίζοντας τα τρωτά σημεία και τις ρωγμές της μέσω των λειτουργών της.
Η Τέσσα είναι μια νέα, έξυπνη, ικανή και ταχύτατα ανεχόμενη ποινικολόγος. Προερχόμενη από μια οικογένεια η οποία ανήκει στα κατώτερα αστικά στρώματα, κατάφερε να σπουδάσει στην Νομική σχολή του Κέιμπριτζ και στη συνέχεια να ανελιχθεί στην δικηγορική ελίτ. Στην έως τώρα διαδρομή της, βρέθηκε συχνά αντιμέτωπη με συμπεριφορές οι οποίες έδειχναν διάκριση βάσει του φύλου της. Ωστόσο, η ίδια θεωρούσε, ότι τις αντιπαρερχόταν έχοντας στη φαρέτρα της τις, αντικειμενικές και αδιαμφισβήτητες, ικανότητές της. Η πραγματικότητα όμως θα την αιφνιδιάσει, θυμίζοντάς της ότι το γυναικείο φύλο της είναι αυτό που, εν τέλει, την χαρακτηρίζει σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία. Η Τέσσα λοιπόν θα κληθεί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει σε έναν κόσμο, ο οποίος ορίζεται από τους νόμους και τα πλαίσια που έχουν θέσει οι άνδρες, ακόμα και όταν αφορούν στις γυναίκες.
Η παράσταση ξεκινάει με την Τέσσα, η οποία παρομοιάζει τον εαυτό της με άλογο κούρσας. Η ηρωίδα ήδη από την πρώτη στιγμή σωματοποιεί τις ικανότητές της, προκειμένου να αναδείξει τις δυνάμεις και τις δυνατότητές της. Αυτό το ίδιο σώμα όμως θα αποτελέσει την πρώτη ύλη, γύρω από την οποία θα υφανθεί ο ιστός της ιστορίας που τελικά και θα παγιδεύσει την ηρωίδα. Το ρωμαλέο και ικανό της σώμα θα οδηγήσει αργότερα την Τέσσα στην αντίπερα όχθη, τοποθετώντας την στη θέση του αδύναμου, του θύματος.
Το έργο είναι δομημένο σε δύο μέρη: στο πρώτο, η συγγραφέας περιγράφει τη ζωή της ηρωίδας της, ενώ στο δεύτερο εισδύει στο γεγονός που της αλλάζει τη ζωή. Η Σούζι Μίλερ αποτυπώνει έτσι, με ιδιαίτερα εύγλωττο τρόπο, πώς η Τέσσα από ανακριτής γίνεται ανακρινόμενη, από συνήγορος υπεράσπισης γίνεται η ίδια το θύμα, από δικηγόρος μετατρέπεται σε κατηγορούμενη…
Σύμφωνα με τη φαινομενολογική ανάλυση της Iris Marion Young (σημ. βλ. On Female Body Experience, εκδ. Oxford Univ. Press), οι γυναίκες, εν αντιθέσει με τους άνδρες, αντιλαμβάνονται το σώμα τους όχι μόνον για τον εαυτό τους (δηλαδή, ως υποκείμενα), αλλά και για τους άλλους (ως αντικείμενα). Συγκεκριμένα, έχουν συνείδηση της -επικρατούσας- ανδρικής ματιάς, η οποία αντικειμενοποιεί το γυναικείο σώμα, προσλαμβάνοντάς το ως, δυνάμει, ερωτικό αντικείμενο. Κατά συνέπεια, η πλειονότητα των γυναικών μαθαίνει να έχει αντίληψη του σώματός της ως ερωτικού/σεξουαλικού αντικειμένου, έτοιμου -ανά πάσα στιγμή – προς ανδρική χρήση και κατανάλωση. Αυτή η επίγνωση συχνά κάνει τις γυναίκες να αισθάνονται όχι μόνον την απειλή μιας ενδεχόμενης ολικής αντικειμενοποίησής τους, αλλά κυρίως την απειλή μιας ολικής εισβολής του χώρου τους. Η υπέρτατη μορφή αυτής της ενδεχόμενης χωρικής και σωματικής εισβολής κάθε γυναικείου σώματος, είναι ο βιασμός.
Η παράσταση
Ο Γιώργος Οικονόμου έστησε μια παράσταση στην οποία κυριαρχεί η λιτότητα, δίνοντας τον πρώτο λόγο, κυρίως, στο κείμενο, αλλά και στην πρωταγωνίστρια. Οι γρήγορες εναλλαγές των σκηνών παρασύρουν τους θεατές σε εξίσου γρήγορη εναλλαγή των συναισθημάτων τους. Ως συνέπεια, το κοινό περνά από μια σχετική ευφορία, στην αρχή, ίσως και θαυμασμό για τα επιτεύγματα μιας νέας, ικανής, φιλόδοξης και σκληρά εργαζόμενης κοπέλας, στη συντριβή. Συγκλονισμένοι παρακολουθούν την τροπή που λαμβάνουν τα γεγονότα στη ζωή μιας γυναίκας, με αφορμή το φύλο της.
Ο σκηνοθέτης αφηγείται μια, ακόμα, ιστορία γυναικείας κακοποίησης, σαν όλες όσες γεμίζουν τις οθόνες των τηλεοράσεων και τις σελίδες των εφημερίδων. Ο Γ. Οικονόμου όμως, με την δύναμη του θέατρου, καταφέρνει να καθηλώσει το κοινό, παραδίδοντας μια παράσταση στην οποία επενδύει στην απλότητα και αμεσότητα. Άλλοτε λοιπόν υπάρχει άμεση απεύθυνση προς το κοινό και άλλοτε οι θεατές συμπεριλαμβάνονται στα επί σκηνής τεκταινόμενα. Ως συνέπεια, ο σκηνοθέτης καθιστά το κοινό μάρτυρα μιας, εν εξελίξει, κακοποίησης, καθώς και της έκβασής της. Το γεγονός αυτό εγγράφεται στη συνείδηση των θεατών, οι οποίοι συμμετέχουν, ψυχή τε και σώματι, σε όσα επί σκηνής διαδραματίζονται.
Η Ηθοποιός
Η Λένα Παπαληγούρα δομεί μια συγκλονιστική ερμηνεία του ρόλου της. Αρχικά, επιδίδεται, επί σχεδόν δύο ώρες, σε έναν υποκριτικό άθλο, καθώς βρίσκεται μόνη της στη σκηνή, εκτεθειμένη, όπως και η ηρωίδα της. Λέει μια ιστορία, την ιστορία της, η οποία όμως καταλήγει να είναι η ιστορία κάθε γυναίκας. Απευθύνεται προς όλους, άνδρες και γυναίκες, και μιλάει με αλήθεια, ευαισθησία, λογική. Η ερμηνεία της Λ. Παπαληγούρα παρασύρει το κοινό, μολονότι δεν κάνει επίκληση στο συναίσθημα, αλλά στη λογική. Καταφέρνει ωστόσο να αγγίξει και το συναίσθημα του κοινού, καθώς μιλάει με γεγονότα και αποδείξεις διεκδικώντας μόνον δικαιοσύνη. Η αλήθεια της ηθοποιού κατορθώνει να παρασύρει το κοινό, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι πρόκειται για μια ψευδαίσθηση…
Οι Συντελεστές
Το σκηνικό είναι λιτό και παράλληλα λειτουργικό. Με τη χρήση ελάχιστων σκηνικών αντικειμένων, η σκηνή μεταμορφώνεται σε πανεπιστημιακό ακροατήριο, δικαστική αίθουσα, μετρό, αστυνομικό τμήμα, σπίτι, αποδεικνύοντας ότι η δύναμη της σκηνογραφίας έγκειται στην επινοητικότητα του σκηνογράφου (Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης). Στην ίδια συλλογιστική κινήθηκαν και τα κοστούμια, τα οποία συντρόφευσαν και συνόδευσαν την πρωταγωνίστρια στη μοναχική διαδρομή της από τα έδρανα του Βασιλικού δικαστηρίου μέχρι την γκαρσονιέρα της και από το δικηγορικό της γραφείο μέχρι την κρύα ανακριτική αίθουσα ενός αστυνομικού τμήματος. Πολύτιμη υπήρξε επίσης η αρωγή των φωτισμών (Γιάννης Δρακουλαράκος), οι οποίοι μεταμόρφωσαν τη σκηνή, ανέδειξαν τους χώρους και υπογράμμισαν τα συναισθήματα, ενώ εξίσου σημαντική υπήρξε η συμβολή των video projections (Λουκάς Παλετσάκης), ιδιαίτερα στη σκηνή της αστυνομικής ανάκρισης.
Εν κατακλείδι
Η παράσταση στηρίζεται σε ένα σύγχρονο θεατρικό έργο γραμμένο από μια γυναίκα συγγραφέα. Με αριστοτεχνικό τρόπο, η Σούζι Μίλερ αντιπαραθέτει τη σύγχρονη γυναικεία εικόνα με τις αρχετυπικές αντιλήψεις των δυτικών, πατριαρχικών κοινωνιών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, θέτει προς προβληματισμό και συζήτηση τόσο την καθεστηκυία τάξη και τον τρόπο λειτουργίας της, όσο και βασικές αρχές της προσωπικής ελευθερίας, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, ηλικίας ή τάξης. Η παραβίαση της ατομικής ελευθερίας είναι κατάφορο αδίκημα, το οποίο ωστόσο συναντάται ολοένα και συχνότερα, και δή σε γυναίκες.
Συλλήβδην, πρόκειται για μια παράσταση η οποία αιχμαλωτίζει το κοινό, καθώς το προβληματίζει κοινωνικά, το αγγίζει συναισθηματικά και το συνεπαίρνει θεατρικά.
Τόνια Τσαμούρη, culturenow