bars

Ο Χουβαρδάς, έξυπνα πράττοντας, ανέτρεψε τους αναμενόμενους ρυθμούς της φάρσας

Ο Χουβαρδάς, κατ’ αρχήν, έξυπνα πράττοντας, ανέτρεψε τους αναμενόμενους ρυθμούς της φάρσας, την έμφαση στην ταχύτητα δηλαδή και, γνωρίζοντας πως έχει στα χέρια του ένα είδος που βασίζεται ιδιαίτερα στο κούρδισμα του ρυθμού, μάς παρέδωσε το έργο επιτηδευμένα ξεκούρδιστο. […] Έπειτα, οδήγησε τους ηθοποιούς σε ένα ψεύτικο παίξιμο που φανέρωνε τα «στοιχειώδη» αισθήματα των ηρώων: υποκρισία, μελοδραματισμό, ερωτικό πάθος, χωρίς να το στηρίξει στο πολυφορεμένο υπερβολικό ή χοντροκομμένο ύφος, αλλά περισσότερο στην ειρωνεία και σε μια «κομψή» απόδοση του γελοίου και της καρικατούρας. Αυτοί με τη σειρά τους, βοηθούμενοι και από την όψη (χάρη στα κοστούμια της Ιωάννας Τσιάμη (ειδική μνεία στον ντυμένο-στα-ροζ-από-την-κορφή-ως-τα-νύχια- Ερνέστο του Χρήστου Λούλη), στην κινησιολογία που επιμελήθηκε η Σταυρούλα Σιάμου (υπέροχο το «τόσο όσο» γελοίο βάδισμα του Μαρζαβέλ-Δημήτρη Τάρλοου, αλλά και στις κομμώσεις), μετουσιώθηκαν στο τσούρμο των αστείων ανθρωπάκων που ορίζει το έργο – τα οποία όμως προκαλούν και κάποια θλίψη εξαιτίας της γελοιότητάς τους. Και είναι γεγονός, σημαντικό κατ’ εμέ, πως η οπτική του Χουβαρδά άφησε χαραμάδες για να εισέλθει επί σκηνής αυτή η αίσθηση του δραματικού.