Η μουσική είναι βασική συνιστώσα στην αρχιτεκτονική των θεατρικών παραστάσεων. Ρυθμολογεί, σχολιάζει, συγκροτεί χώρο και χρόνο, παρεμβαίνει καταλυτικά στα παριστώμενα και τα διηγηματικά μέρη. Σε ό,τι αφορά την όπερα, είναι ο σκελετός πάνω στον οποίο συγκροτείται το κάθε έργο, είναι ο «πνεύμονας» της σκηνικής δράσης. Το σύνθετο και μεγαλειώδες είδος μουσικού θεάτρου, η όπερα, είναι από τα σημαντικότερα θεατρικά και μουσικά επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού, στο οποίο διιστορικά φημισμένοι συνθέτες έδωσαν έργα τα οποία ανθίστανται στο χρόνο και συγκινούν ακόμα και στις μέρες μας, σε μια εποχή όπου οι «παραδοσιακές» θεατρικές και μουσικές συγκροτήσεις δοκιμάζονται ισχυρά, καθώς η αλλαγή του ψυχαγωγικού υποδείγματος αποτελεί σημαντικό μέρος της γενικότερης πολιτισμικής κρίσης-πρόκλησης. Αλλά ας μην παρασυρόμαστε από τα γενικά σχήματα και ας πάμε στο πεδίο του θεάτρου για παιδιά και εφήβους, όπου εκεί τα μουσικοθεατρικά στοιχήματα μπορούν να κερδηθούν ή και να χαθούν.
Στο θέατρο για παιδιά και εφήβους, ο μελοδραματικός τρόπος φαίνεται ότι έχει πεδίο δράσης εύφορο και διαρκές. Φέτος υπάρχει ένας αριθμός παραστάσεων για το ανήλικο κοινό, που έχει επενδύσει ισχυρά στο λυρικό κομμάτι, ενισχύοντας την ήδη υπάρχουσα τάση να ξαναδούμε εντατικά το μελοδραματικό θέατρο με όρους σύγχρονους. Πέρα από τον υφολογικό εμπλουτισμό των θεατρικών δράσεων, η επαφή του νεανικού κοινού ειδικά με τον κόσμο του λυρικού θεάτρου και συγκεκριμένα της όπερας, μπορεί να συμβάλλει στη μουσική και θεατρική παιδεία αλλά επίσης να συντηρήσει και να αυξήσει ουσιαστικά το μελλοντικό ενήλικο κοινό που θα γεμίζει τις μεγάλες αίθουσες των δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων, για να παρακολουθήσει όπερα.
Με αυτές τις σκέψεις κατά νου η παρακολούθηση της παράστασης για παιδιά με τον τίτλο Ροσσινιάδα, που μετά τις sold out παραστάσεις στο Ίδρυμα Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή ανεβαίνει από τις 9 Φεβρουαρίου στο θέατρο Πορεία, και αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον και πολλά υποσχόμενο σκηνικό πείραμα.
«Ροσσινιάδα»: Ένα μουσικό παραμύθι που εισάγει τα παιδιά στον μαγικό κόσμο της όπερας
Η σύλληψη της Χλόης Μάντζαρη, που έχει αναλάβει και τη σκηνοθεσία, για μια παράσταση που θα βασίζεται στις άριες, τα ρετσιτατίβι, την μελοδραματική πλοκή από τα πιο φημισμένα έργα του Τζοακίνο Ροσσίνι (1792 – 1868), ενός από τους μεγαλύτερους συνθέτες όπερας, στοχεύει σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο αφορά το κατεξοχήν θεατρικό ζητούμενο: το στήσιμο μιας παράστασης η οποία θα ενθουσιάσει και θα ψυχαγωγήσει τα παιδιά, αποκαλύπτοντάς τη μαγεία της όπερας και μάλιστα της ρομαντικής περιόδου και του ιταλικού μπελ κάντο, μέσα από τα δημοφιλή έργα του Ροσσίνι, «Ο κουρέας της Σεβίλλης», «Η Σταχτοπούτα», «Γουλιέλμος Τέλλος», «Η Ιταλίδα στο Αλγέρι» και το «Κωμικό ντουέτο για δύο γάτες». Το δεύτερο επίπεδο αφορά στον «εκπαιδευτικό» χαρακτήρα του εγχειρήματος και τη συνολικότερη αισθητική αφύπνιση.
Η Μάντζαρη επιλέγει να στήσει την παράσταση με επεισόδια και λυρικές γέφυρες, ακολουθώντας έτσι το βασικό μοτίβο μιας πρωτότυπης όπερας τσέπης, αφού επιλέγει (και ορθώς) να θέσει το χρονικό όριο της μιας ώρας για τη σκηνική δράση και να συνομιλήσει με διακειμενικό στυλ με το υλικό που έχει στα χέρια της. Με ένα πιάνο επί σκηνής και τη συνοδεία ορισμένων βιντεοπροβολών-σχολίων σαν φόντο, η ευέλικτη σκηνή του θεάτρου Πορεία αποτελεί τον τόπο που εκδιπλώνεται το ταξίδι των τεσσάρων προσώπων της ιστορίας.
Μια παρέα παιδιών, μεταξύ του ονειρικού και του πραγματικού, θα περιπλανηθούν σε μια φανταστική επικράτεια και θα κληθούν να κάνουν ευχές και να λύσουν τα αντίστοιχα μυστήρια, ώστε να ξαναγυρίσουν στην πραγματικότητα. Η παράσταση αρχίζει με εισαγωγή – «ζέσταμα» του κοινού, που αναλαμβάνουν επιτυχώς οι ηθοποιοί-λυρικοί τραγουδιστές, με τη μορφή διαλόγου, μέσα από τον οποίο μπαίνουμε βαθμιαία στη θεατρική σύμβαση, ενώ συγχρόνως παρέχονται χρήσιμες πληροφορίες για την όπερα σαν είδος, τα μουσικά ρεύματα, και τα ζητήματα τέχνης. Αυτή η οπτική διατρέχει την παράσταση συνολικά και συγκροτεί ένα ζωντανό μάθημα για την όπερα ειδικά και την τέχνη γενικά.
Το κείμενο του Γιάννη Φίλια, συνθέτει τα ποικίλα παραστασιακά και μαθησιακά ζητούμενα με επάρκεια. Σε ορισμένα σημεία πιθανώς θα μπορούσε να μην είναι τόσο έμφορτο πληροφοριών και δραματικών τεχνασμάτων, γιατί αυτό είναι κάτι που δυσκολεύει τους μικρότερους θεατές. Για παράδειγμα στο πλέξιμο της ιστορίας ώστε να εισέλθουμε πλέον στον οπερατικό κόσμο του Ροσσίνι, η πολυπλοκότητα και η κατά περίπτωση μακρηγορία κάπως αποστασιοποιεί το κοινό, σε μια φάση που η παράσταση δεν το χρειάζεται. Ωστόσο η συνέχεια, εκεί πια που οι μουσικές από τις διάσημες όπερες του Ιταλού συνθέτη συνδιαλέγονται με την πλοκή της ιστορίας, αποζημιώνει τον θεατή (μικρό και μεγαλύτερο).
Η σκηνική διαχείριση της Μάντζαρη ενισχύει με τρόπους απλούς, καλαίσθητους και λειτουργικούς τη «μαγεία» και τη «φαντασμαγορία» του θεάματος. Κοστούμια, σκηνικά αντικείμενα, και οι θεαματικές περούκες (όπως και το καπέλο της πιανίστα) της Δήμητρας Καίσαρη και Σίσσυς Αγγελοπούλου αντίστοιχα, δίνουν κάτι από την αίγλη των ιστοριών, παράγουν «χώρο», «σχολιάζουν» εύστοχα τους χαρακτήρες και την πλοκή των επεισοδίων και αιχμαλωτίζουν το βλέμμα των παιδιών, τα οποία είναι ενεργητικοί θεατές σε όλη τη διάρκεια του έργου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, τα ακροβατικά του ηθοποιού, περφόρμερ Γιάννη Σμέρου προσφέρουν σημειακά το κομμάτι της διασκέδασης που μπορεί να υποστηριχθεί σε μια σπονδυλωτή παράσταση με στοιχεία όπερας buffa, προσδίδοντας ευφρόσυνες και προσεγμένες σωματικές επιτελέσεις. Χαρακτηριστική της σύμπλεξης στοιχείων τσίρκο και όπερας είναι η σκηνή όπου το «κωμικό ντουέτο για δύο γάτες» συνδυάζεται με ακροβατικά.
Σε κάθε επεισόδιο-δοκιμασία, έχοντας ως αναφορά και κάποιο από τα έργα του Ροσσίνι που αναφέραμε στην αρχή, η αλληλόδραση των ηθοποιών με το κοινό είναι ισχυρή. Σκηνές όπως το ξύρισμα από τον Κουρέα της Σεβίλλης, οι μονομαχίες, η σκηνή της τοξοβολίας από τον Γουλιέλμο Τέλλο, το γοβάκι της Σταχτοπούτας κ.λπ. έχουν σκηνοθετηθεί με προσοχή και αποδοθεί με περισσή ζωντάνια και λεπτό χιούμορ.
Η κίνηση (χορογραφίες: Αλέξανδρος Κεϊβανάη) και οι προσεκτικοί, απλοί αλλά λειτουργικοί φωτισμοί (σχεδιασμός φωτισμών: Περικλής Μαθιέλλης) συνεπικουρούν στην σκηνική ατμόσφαιρα. Φυσικά η ζωντανή μουσική στο πιάνο από την Βικτωρία Φιοράλμπα Κιαζίμη, η οποία εμπλέκεται και υποκριτικά στο εγχείρημα, εμπλουτίζει ουσιωδώς τις σκηνές.
Η παράσταση οφείλει τη γοητευτική της αύρα οπωσδήποτε στην παρουσία των τεσσάρων ηθοποιών και λυρικών τραγουδιστών που αναλαμβάνουν όλο το υποκριτικό παίγνιο. Ο Σπύρος Παπαδάτος και ο Γιάννης Σμέρος δίνουν τους δύο άξονες πέριξ των οποίων κινούνται οι επίσης πολύ καλές Μαρία Κατριβέση και Βιβή Συκιώτη. Η ομάδα αποδεικνύει, με την πολύ καλή εκφορά του λόγου και την καλοδουλεμένη τους φωνή, ότι οι λυρικοί ηθοποιοί τείνουν να έχουν ολιστική εκπαίδευση και επίδοση, υποσκελίζοντας εντέλει συχνά πια τους ηθοποιούς του συμβατικού θεάτρου. Η παράσταση ολοκληρώνεται σε κλίμα ενθουσιασμού με ένα φινάλε μουσικής έντασης όπου ακούγεται μέρος από την οβερτούρα από το φινάλε του «Γουλιέλμου Τέλλου», προσαρμοσμένης στις ανάγκες της παράστασης. Το σκηνικό πείραμα της Μάντζαρη και των συνεργατών της είναι αναπτύξιμο και μπορεί να εξελιχθεί σε σειρά παραστάσεων με βάση διάσημους συνθέτες της όπερας.
Αν κάτι μπορεί να προστεθεί στη μεθοδολογία, αυτό θα μπορούσε να είναι το αντίστοιχο θεατροπαιδαγωγικό υλικό για το πριν ή το μετά της παράστασης, το οποίο σίγουρα θα ενισχύσει την κεντρική ιδέα και θα λειτουργήσει πολλαπλασιαστικά και εκτός της θεατρικής σύμβασης.
Ελευθερία Ράπτου